Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
"Από το παράθυρο του σαλονιού είδα έναν άντρα να τρέχει. έναν τύπο ψηλό, κάτισχνο, απίστευτα σβέλτο. Τρεις στρατιώτες τον κυνηγούσαν σε μικρή απόσταση. Πολίτες ξεχύνονταν σαν ποτάμι από τις γωνίες κι ενώνονταν με τους στρατιώτες. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένα πλήθος έπαιρνε τον φυγά στο κατόπι. Τον είδα να συγκρούεται μ’ ένα παιδί που βρέθηκε μπροστά του μ’ ένα ποδήλατο, και να κατρακυλά αβοήθητος στο χώμα. Ο όχλος πλησίαζε και βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, όταν ο άντρας καβάλησε το ποδήλατο κι άρχισε ξανά να τρέχει σαν τρελός. Σ’ εκείνο το σημείο είχε ήδη σχηματιστεί μια δεύτερη ομάδα, εκατό μέτρα μπροστά, κι άρχισαν να του πετάνε μια βροχή από πέτρες. Ο δύστυχος χώθηκε σ’ ένα στενό δρομάκι. Αν είχε θέα από ψηλά, όπως εγώ, δεν θα το είχε κάνει: αδιέξοδο. Όταν κατάλαβε το λάθος του, εγκατέλειψε το ποδήλατο και προσπάθησε να πηδήξει τον τοίχο. Μια πετριά τον βρήκε στο σβέρκο, κι έπεσε κάτω." Ανγκόλα 1975, πορτογαλική αποικία. Τις παραμονές της Ανεξαρτησίας της αφρικανικής χώρας, μια πορτογαλίδα άποικος, η Λουντοβίκα Φερνάντες (Λούντο), τρομοκρατημένη από τις αναταραχές, χτίζει έναν τοίχο μπροστά στην πόρτα της και απομονώνεται στο διαμέρισμά της. Για τη Λούντο, η Ανγκόλα περιορίζεται σε όσα βλέπει από το παράθυρό της, σε όσα φτάνουν στ αυτιά της από το ραδιόφωνο ή από τη διπλανή πόρτα και σ’ ένα μήνυμα δεμένο στο πόδι ενός περιστεριού.