ο πίτερ παν, κι αν πέθανε ο ιακώβ παλεύει στον καθρέφτη τον άγγελο να δει στον εαυτό του, χλωρό λαμπρό κορμό· πέφτει το μάτι σ’ αυτό που δεν εγγίζεται στη φύση τον έδεσαν σκοινιά, με την παλάμη ανάστατη σε ράχη βενετία, σπονδυλικά τα δύσκολα βιβλία, ζωής που καταβάλλει τον έρωτα – κι απόρθητος κανείς αν τη σαλώμη γένναγαν αγόρι κι εμπόλεμη εντόπιζαν στον χάρτη σπάρτη προσκοπική, αν γνώριζαν πώς μπαίνουν νόμοι φόροι στο σώμα κι επιβάλλονται, αν ήταν ακόμη ενδιάμεσο το φύλο ή ζήλο αν έδειχνε γυμνό, κι αν δεν ξαπλώνει με τον λογοκριτή, η μόνη διαφυγή του τα σύμμαχα πυρά τη φλάνδρα αμοιβαία του προσυμφωνημένου του θανάτου αγίνωτος τη γύρεψε, εκεί όπου νεκρός και ιερέας στην ίδια ακολουθία ξεψυχούν κι απ’ την αμφιταλάντευση του γένους στον γάντζο της ζωής, ο κρεμασμένος, με τον κρυμμένο διάβολο διδάσκει, τους δυο χαμένους γιους θα καλομάθει πώς να βυθοσκοπούν σε νέα βάθη ο πίτερ παν, κι αν πέθανε, πετάει