Ποιο βάρος της πικρόκαρδης κατάρας αποπαίδι ξέφυγε από μέσα μου στην πρωινή μαγεία καθώς απ’ τον ακρόπυργο θωρούσα το καράβι σαν μια κουκίδα φωτεινή στης θάλασσας στα στήθια; Φαίνονταν μόνο τα πανιά, απόμακρα, μικρά, μαύρη σημαία πλάνευε όσους το προσπερνούσαν, μα μες τα καμαρίνια του οι όμηροι πενθούσαν. Ποιος δαίμονας αόρατος μου απέσπασε τη θλίψη γεμίζοντας με θείο φως της καρδιάς μου τη πλήξη; (σελ. 49) Ποιος θα μπορούσε να διαβεί τα κοσμικά ερέβη, εικόνες αδυσώπητης και βίαιης συντριβής των πρωτινών των βλέψεων της θείας μας της φύσης πριν την παγίδα τη σκληρή της έγχρονης θητείας με τον σκληρό τον παιδεμό των τέκνων μας της Γης και τ’ Ουρανού τις απειλές με τις τερατουργίες; Μόνη μας η περίσκεψη, η φρόνηση, η λαμπρότη, του άπεφθου βασίλειου συμπαντικής πνοής ολοφωτίζει τα σκληρά βασίλεια του Άδη, προσφέρει στην ενστέναγμη, στη φρικτή μας θητεία το άρρητο το πλήρωμα αρχέγονης πνοής... (σελ. 123)