Σήμερα ο περιβαλλοντικός λόγος περνά μέχρι κάποιου σημείου στην ελληνική και πολύ περισσότερο στην παγκόσμια κοινωνία. Νέοι άνθρωποι μπορούν να σταδιοδρομήσουν σε περιβαλλοντικές οργανώσεις. Επιχειρηματίες μπορούν να λάβουν επιδοτήσεις για επιχειρηματικά σχέδια που είτε πραγματικά προσφέρουν είτε απλώς προφασίζονται ότι προσφέρουν στην αντιμετώπιση της σύνθετης οικολογικής κρίσης. Οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν φιλοπεριβαλλοντική γλώσσα για να επιτύχουν την εξουσία. Για τον εκδότη και τον δημοσιογράφο, το περιβάλλον "πουλάει". Για τον κερδοσκόπο αποτελεί φραγμό τον οποίο πρέπει τουλάχιστον να υπολογίσει. Μέχρι πρόσφατα τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Όταν πρωτοασχολήθηκα με τα συνδεδεμένα θέματα περιβάλλοντος και πολιτισμού στην Ελλάδα κατά τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας, το πρόβλημα δεν ήταν απλώς ότι ο κύκλος των ενδιαφερομένων ήταν στενός ή ότι η τότε διοίκηση είχε άλλες προτεραιότητες. Η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ακόμα και μεταξύ εκείνων που επιθυμούσαν την επιστροφή των δημοκρατικών θεσμών, θεωρούσε ότι οι περιβαλλοντολόγοι ήταν κάποιου είδους περιθωριακοί, των οποίων οι απόψεις ελάχιστα έπρεπε να ενδιαφέρουν σοβαρούς ανθρώπους που ασχολούντο με τα φλέγοντα προβλήματα της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας. Ακόμα και πολύ αργότερα ακουγόταν φράσεις όπως "τρελοί ιδεολόγοι". Δεν ήταν άλλωστε μόνο στην Ελλάδα που συνέβαιναν αυτά, αν και η αρνητική στάση συνέχισε για πολύ περισσότερα χρόνια απ’ ότι στη Δυτική Ευρώπη. Στη Μεγάλη Βρετανία, το έγκριτο περιοδικό "Economist", που σήμερα τηρεί συνεπή φιλοπεριβαλλοντική στάση, κατά τη δεκαετία του 1960 είχε εφεύρει ως χαρακτηριστικό τύπο τον "Καθηγητή Οικοτρελλάρα" ("Professor Econut")! Την εποχή εκείνη λοιπόν ασχολείτο κανείς με το περιβάλλον, με την ευρύτερη έννοια του όρου, μόνον εάν είχε πραγματικό πάθος για το αντικείμενο. Εάν, παραδείγματος χάριν, είχε έντονο ενδιαφέρον για τη φύση, ή για τα μνημεία, ή για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ή για τα σοβαρά προβλήματα ρύπανσης και χωροταξίας που αποτελούσαν συνέπειες μιας συχνά άναρχης και σίγουρα όχι αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης. Πίσω απ’αυτά τα επί μέρους ενδιαφέροντα και πάθη, με την καλή έννοια της λέξης, κρυβόταν σε πολλές περιπτώσεις μια κριτική της ευρύτατα διαδεδομένης καταναλωτικής στάσης ζωής, στάσης που είχε πάντα ως στόχο κυρίως την μεγένθυνση της κατανάλωσης και η οποία, παράδοξα και όμως πραγματικά, συνένωνε τις αντιμαχόμενες δεξιές, φιλελεύθερες, εκσυγχρονιστικές και αριστερές ιδεολογίες οι οποίες κυριαρχούσαν τότε, αλλά και πολύ αργότερα, στην ελληνική πραγματικότητα. Μέσα από το έντονο ενδιαφέρον για κάποιο από τα επί μέρους περιβαλλοντικά μελήματα, λάνθανε μια νέα στάση ζωής που προέβλεπε και προωθούσε σημαντικές πολιτισμικές μεταβολές. Την εποχή εκείνη δεν σταδιοδρομούσε κανείς ως περιβαλλοντολόγος. Αντίθετα η ενασχόληση με τα επί μέρους θέματα που σήμερα ονομάζονται συλλήβδην περιβαλλοντικά, συνήθως επέφερε κάποιο προσωπικό κόστος. Έτσι, παρά τις πολλές αποτυχίες, ο λόγος εκείνων που έδιναν αγώνες για το περιβάλλον πριν πεισθεί ακόμα και η επιστημονική, πολύ δε περισσότερο η ευρύτερη κοινωνία για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, έχει κάτι παραπάνω από μια πρόσκαιρη αξία. Αφ’ ενός εκφράζει τις πρώτες έστω και αμυδρές βλέψεις για μια νέα και, πιστεύω, υγιέστερη άποψη ζωής. Αφ’ ετέρου προέρχεται από ανθρώπους που υφίσταντο σχεδόν αναγκαστικά προσωπικό τίμημα ως συνέπεια των αρχών και απόψεων τις οποίες ενστερνίζοντο. Από τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας έχω συμπεριλάβει μόνο μια ομιλία μου, του 1973, που ξεκινώντας από το συγκεκριμένο ζήτημα του τουρισμού το οποίο πραγματεύεται, φωτίζει ορισμένα καίρια θέματα, ιδιαίτερα την ήδη τότε καταφανή ανάγκη για ένα ενιαίο και ξεχωριστό Υπουργείο Περιβάλλοντος. Η ταπεινωτική εποχή της δικτατορίας υπήρξε όντως δημιουργική σε σκέψη και σε προβληματισμό, με αποτέλεσμα κατά τη πρώτη δεκαετία μετά από την μεταπολίτευση να επιτευχθεί εντυπωσιακή πρόοδος στα θέματα περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Η βαθύτερη όμως αποξένωση του πολιτικού κόσμου αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας από τον σύγχρονο περιβαλλοντικό προβληματισμό επέφερε σταδιακά μια ύφεση ενδιαφέροντος, μικρότερη στη διαμόρφωση περιβαλλοντικών αρχών αλλά συντριπτική στην ουσιαστική εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών πρακτικών, ύφεση η οποία, με αξιόλογες εξαιρέσεις, κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια κατά τα οποία το πάντα Ημιτελές Τοπίο υπέστη στη χώρα μας ουσιαστική και δυσεπανόρθωτη ζημιά. Τα περισσότερα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό χρονολογούνται μεταξύ του 2000 και του 2008, όταν η ευρύτερη κοινωνία επιτέλους άρχισε να προβληματίζεται ειλικρινά για τη σημασία του περιβαλλοντικού μηνύματος. Ήταν η εποχή κατά την οποία υπηρετούσα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, και κάλιστα από το 2001 μέχρι το 2008 ως Πρόεδρος της. Τα άρθρα που ακολουθούν εκφράζουν τις αγωνίες και τους αγώνες μιας εποχής όπου ο περιβαλλοντικός λόγος και προβληματισμός, έστω και με τεράστιες δυσκολίες και αντιξοότητες, άρχισαν να ενσωματώνονται στις κεντρικές μέριμνες της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι αποτελούν αφ ενός μια ιστορική μαρτυρία για μια σημαντική καμπή στην ελληνική πολιτισμική ιστορία και αφ ετέρου αντιπροσωπεύουν μια παρακαταθήκη προς τους νεώτερους, οι οποίοι ασφαλώς θα επιδιώξουν και ευελπίστως θα πετύχουν εκείνα τα οποία η δική μας γενεά δεν κατάφερε. Το βιβλίο κλείνει με έναν επίλογο που πραγματεύεται την πρόσφατη κατάρρευση του ελληνικού διοικητικού, κοινωνικού και οικονομικού προτύπου και τις σοβαρές συνέπειες της κατάρρευσης αυτής για τα ζωτικά θέματα περιβάλλοντος και χωροταξίας. [...] (από την εισαγωγή του συγγραφέα)