Και τότε ήλθες, πάλι. Ο χρόνος, μπαμπάκα, μού είπες, ο χρόνος δεν υπάρχει. Για σκέψου, πριν γεννηθούμε. Έτσι είναι και τώρα. Η ζωή είναι το μεσοδιάστημα. Για σκέψου, η ζωή μας είναι από τη μέρα που γεννιόμαστε ως τη μέρα που πεθαίνουμε. Κατάλαβες τώρα; Το μετά είναι σαν το πριν. Δεν είμαστε πουθενά γιατί απλά δεν είμαστε εδώ. Κι ηρέμησα. Κατάλαβα κάπως το μαύρο μηδέν. Το απόλυτο τίποτα. Τα ανθρώπινα μου φάνηκαν τόσο ανώφελα. Όλα τα συναισθήματα ήταν απόντα. Κάθε σκέψη έσβησε. Ένιωσα πως αυτό το «φωτεινό μεσοδιάστημα» είναι το βάσανο. Ένιωσα το άπειρο της στιγμής, την απόλυτη γλυκύτητα της ανυπαρξίας, ελευθερώθηκα στιγμιαία από τον πόνο της απουσίας. Όλα γέμισαν. Για σκέψου αυτό, μπαμπά, πώς είναι να μη σκέφτεσαι, δεν είναι τέλειο; Μακριά από κάθε μέριμνα για οτιδήποτε, κατάλαβες τι όμορφα είναι;... Μία απύθμενη βύθιση στο χάος με συνεπήρε, η δύναμή μου γιγαντώθηκε. Και να ‘μαι.