Όλα ξεκίνησαν με ένα ταξίδι από τον τόπο γέννησης στον τόπο καταγωγής του, το οποίο εξελίχτηκε σε περιπέτεια ζωής. Λιμάνι στο ταξίδι αυτό ήταν ένα, το πιο καθοριστικό, η γιαγιά Μαρία. Στήριγμα σε κάθε δυστυχία, σε κάθε περιπέτεια που αφορούσε τόσο την οικογένεια –τότε που πέθανε ο πατέρας– όσο και τον κόσμο όλο – τότε που άρχισε ο πόλεμος. Η ανατροφή, η προστασία, η εκπαίδευση και η παιδεία του ήταν προσωπική της υπόθεση. Από τη μια η Κατοχή, η φτώχεια, το στίγμα της ορφάνιας, ο θάνατος, οι καταστροφές, από την άλλη η όρεξη για ζωή, ανεξαρτησία, πρόοδο, επαφή και γνωριμία με το διαφορετικό και το καινούριο, όλα αυτά άνδρωσαν το νεαρό τότε αγόρι, του «έδωσαν φτερά» –ενίοτε του τα «έκοψαν» κιόλας–, του επέτρεψαν να μορφωθεί και να προχωρήσει στη ζωή του, αλλά συγχρόνως να μην ξεχνά, να ανακαλεί γεγονότα-σταθμούς του παρελθό-ντος, ερευνώντας τα, αιτιολογώντας τα. Ωστόσο, η ίδια η πόλη αποτελεί ένα εξίσου σημαντικό κεφάλαιο ζωής του, μια μεγάλη αγάπη, παρηγοριά, αλλά και καημό. Οι Καμάρες, το Φρούριο, το Ιμαρέτ, το Κονάκι του Μεχμέτ Αλή και ο Ανδριάντας. Εκκλησίες, καπναποθήκες τα λίγα μέγαρα που γλίτωσαν, οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές, με τους καημούς και τα πάθη της εποχής, όλα κάτι έκρυβαν, όλα κάτι είχαν να προσφέρουν. Η θάλασσα, τα πεύκα, προπάντων οι κοπελιές, όλα στα χέρια του παραμυθά πλέκουν ανθοδέσμες χαράς και στεφάνια μνήμης. Πολλές φορές οι νεανικές φωνές τους τον σέρνουν πίσω σε ανεκπλήρωτους έρωτες. Οι χιλιάδες εικόνες, εξιδανικευμένες από τις επιθυμίες, τα γεγονότα διασκευασμένα, τα όνειρα που πιστεύει ότι συνέβησαν, τον γεμίζουν αισιοδοξία και νομίζει ακούγοντάς τον κανείς πως ζει για να γράφει τα όσα δεν έζησε… Ο Ζήσης Α. Βαπορίδης, με έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής, συνδέει όλα τα παραπάνω σε σύντομα μα περιεκτικά κεφάλαια και εξιστορεί, άλλοτε βιωματικά και άλλοτε πιο συμβολικά, γεγονότα και καταστάσεις. Η ιστορία και η επικαιρότητα εμπλέκεται περίτεχνα και καθόλα επιδέξια με την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, καθιστώντας μας κοινωνούς των όσων έχουν συμβεί, αλλά και προβληματίζοντάς μας. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι «εκεί έξω υπάρχουν γνώστες που στέλνουν μηνύματα, αλλά οι άνθρωποι δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι ικανοί να τα ερμηνεύσουν…».