"Αντιμυθιστόρημα", "Xρονικό μιας τρέλας", "Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά", "Κάτι σαν ατομική βόμβα", "Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία", "Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα", "Ένα ψέλλισμα". Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το "Κουτσό", το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το "Κουτσό", πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση. "Δεν ήμαστε ερωτευμένοι, κάναμε έρωτα με αποστασιοποιημένη δεξιοτεχνία και κριτικό πνεύμα, αλλά μετά πέφταμε σε κάτι τρομερές σιωπές, ο αφρός της μπίρας στα ποτήρια έκοβε, η μπίρα ζεσταινόταν και ξεθύμαινε, ενώ εμείς κοιταζόμασταν και νιώθαμε πως αυτό σημαίνει χρόνος. Στο τέλος η Μάγα σηκωνόταν κι έκοβε άσκοπες βόλτες στην κάμαρα. Πάνω από μία φορά την είδα να θαυμάζει το σώμα της στον καθρέφτη, να πιάνει τα στήθη της όπως τα συριακά αγάλματα, και με τα μάτια να θωπεύει αργά το δέρμα της. Δεν μπόρεσα ποτέ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να την καλέσω κοντά μου, να τη νιώσω να γέρνει λίγο λίγο πάνω μου, και πάλι να διχάζεται, μετά από εκείνη τη στιγμή που ’χε μείνει τόσο μόνη και τόσο ερωτευμένη μπροστά στην αιωνιότητα του σώματός της".