Άρχισα να γράφω τις «Ιστορίες του Ορέστη απ΄΄ τον στρατό», για την ...πικρή πλάκα τους. Καθώς, όμως, οι περισσότερες, ρίχνουν το ιδιαίτερο φως τους στον χουντικό ζόφο, η γραφή πήρε έναν χαρακτήρα εξορκισμού φαντασμάτων από εκείνη την πολύ γκρίζα για τον Τόπο μας “επο¬χή”. Οπότε, ο λόγος γραφής τους, τελικά, προσδιορίστη¬κε απ’ τις ίδιες τις “ιστορίες”. Κι ούτε είχα σχέδιο γραφής. Ακόμα και τα “Σημειώμα¬τα”, πριν από κάθε αφήγηση, από μόνα τους προέκυψαν. Χωρίς, ας πούμε, κάποια σκέψη για συνδυασμό αφηγηματι¬κού και δοκιμιακού, τρόπον τινά, λόγου. Απλά, γράφοντάς τα, είχα την αίσθηση πως λέγονται έτσι καλύτερα τα όσα έχω να πω. Καθώς, αυτά τα οιονεί δοκιμιακά σχόλια, με βοηθούσαν να προσθέτω μια υποψιαστική ερμηνευτική νό¬τα στην “αστεία παρανοϊκότητα” της χουντικής περιόδου. …Παρ’ ότι δεν μου λείπει ο σκεπτικισμός, για το αν “λέ¬νε” πια κάτι αυτές οι ιστορίες, ιδίως στις χωρίς …μνήμες νεότερες γενιές, τις αφηγούμαι έστω και σαν υστερόχρονα γελοιοποιητικά “ξόρκια” της κακής τους «εποχής». Που, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να ξεχνάμε, αλίμονό μας, ούτε τα οδυνηρά «πώς» και «γιατί» ούτε, πάνω από όλα, το μέγα «κόστος» της, όπως το μαρτυρεί η ανοιχτή εθνική πληγή της Κύπρου!