Ξεκινώντας την ανίχνευση του ποιητικού κόσμου του Λευτέρη Ξανθόπουλου, αναπότρεπτα, ανακαλώ τη μνήμη του, τον παλμό της φωνής του όταν μιλούσε για ποίηση, την ένταση του βλέμματός του στο άκουσμα ενός ακέραιου στίχου, την στοργή και τη δύναμη των δαχτύλων του στο άγγιγμα ενός αγαπημένου βιβλίου, τον τρόπο που συνήθιζε να κατατάσσει τα ποιήματα και τους ποιητές ανάλογα με τη θερμοκρασία τους. Ο Αλμπέρ Καμύ πίστευε ότι κάθε καλλιτέχνης αναζητάει, σίγουρα, την αλήθεια του. Αν είναι μεγάλος, κάθε έργο του την πλησιάζει ή, τουλάχιστον, περιστρέφεται πολύ κοντά στον κέντρο της, σ’ εκείνον το βαθιά κρυμμένο ήλιο, όπου τα πάντα θα ’ρθουν μια μέρα να καούν. Και ο Ξανθόπουλος, μιλώντας για θερμοκρασία μοιάζει να αναζητούσε στην ποίηση, αυτή ακριβώς την αλήθεια, τον άξονα περιστροφής, τον ήλιο της γραφής κάθε δημιουργού και την ακτίνα της τροχιάς του. Σε κάθε ποιητική του σκαπάνη στον ποιητικό χώρο ομοτέχνων του, το πρώτο που επιζητούσε ήταν να ζεσταθεί από αυτήν τη φλόγα και κάποτε ευτυχής να φτάσει στην ανάφλεξη. Σε κάθε ποιητική απογείωσή του, από την άλλη πλευρά, σε κάθε στίχο που άρθρωνε, κινιόταν ευθεία προς τη δική του προσωπική πηγή φωτός νοιώθοντας πως με τα κέρινα φτερά του ποιητή οφείλει να πετά με θάρρος, προς την κατεύθυνση της πηγής, αδιαφορώντας αν κάπου στο τέλος του ποιήματος απλώνεται το πέλαγος Ικάρειο. Στρογγυλά να είναι / τα λόγια / ζεστά / να καίνε / σαν τα ψωμάκια / που μόλις βγήκαν / από το φούρνο // Να αχνίζουν / τα λόγια, έγραφε, και ήταν αυτός ο «Μικρός παρακλητικός κανών» του [Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων, 2018]. Η θερμοκρασία αποτελούσε για εκείνον τον πρώτο δείκτη γνησιότητας της γραφής. Ένα συστατικό τόσο ουσιαστικό και συνάμα τόσο άπιαστο, τόσο αχειροποίητο, όσο και η ίδια η ποίηση.