Για την ποίηση της Κυρτζάκη έχουν διατυπωθεί ουσιαστικές παρατηρήσεις από τους κατεξοχήν γραμματολόγους της λεγόμενης "Γενιάς του ’70", τον Αλέξη Ζήρα και τον Κώστα Παπαγεωργίου, αλλά και από αρκετούς άλλους κριτικούς και λογοτέχνες, όπως τη Νόρα Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Γιώργο Βέη, τον Κώστα Βούλγαρη κ. ά. Έχει επισημανθεί, μεταξύ άλλων, ότι στο έργο της συνδυάζει «δυο πολύ γονιμοποιά στοιχεία, το κλασικό και το ρομαντικό. Το κλασικό, ως προς την αδρότητα του τελετουργικού ρυθμού της και ως προς τη δωρικότητα της περιγραφής της· το ρομαντικό, ως προς το μόνιμο πάθος της να βρει το σημείο ενότητας των αντιθέτων, αλλά και ως προς την υπέρβασή τους" (Ζήρας)· ακόμη, ότι η ποίησή της χαρακτηρίζεται από "έναν λόγο εναργή, παρά την κρυπτικότητά του, ίσως εξαιτίας της σωματικής-σαρκικής ιδιοσυστασίας του [...] και της ιθαγένειας που στοιχειοθετείται από τον πολύριζο οργανισμό της γλώσσας" (Παπαγεωργίου) ή ακόμη ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές του ’70, που επιχειρώντας "να παρακάμψουν τη σεφερική ποιητική [...] καταφεύγουν στο αποσπασματικό, απογυμνωμένο, σχεδόν αφυδατωμένο στιγμιότυπο", η Κυρτζάκη "ακολουθώντας τη φορά της κίνησης από τις μεγάλες, εθνικές και ιστορικές αφηγήσεις, στα μικρά και καθημερινά, που προσδιορίζουν τον άνθρωπο της ώριμης αστικής εποχής, συμπυκνώνει, μέσα σε αφηγηματικώς ολοκληρωμένα ποιήματα, το άνυσμα ανάμεσα στην ιστορικότητα του προσώπου και την υπαρξιακή του αγωνία" (Βούλγαρης).