Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
"Ο άντρας περπατούσε προς το μέρος τους μ εκείνο το βήμα το κατά τι επιτηδευμένο και ελάχιστα επιδεικτικό όσων ξέρουν πως τους παρατηρούν. Σκορπούσε βλέμματα δεξιά κι αριστερά, λες κι έψαχνε τα πάντα στα πέριξ, λες κι όλα τα ζύγιαζε με το μάτι. Στα μαύρα γυαλιά του, όλα καθρεφτίζονταν, το να πίσω απ τ άλλο: η πελούζα σε ζαφειρένιο πράσινο, λεία σαν βελούδο, οι σκάλες σε λευκή πέτρα, η πισίνα εκεί όπου τέλειωνε η σκάλα, οι διάφανες φουσκωτές πολυθρόνες που λικνίζονταν στην επιφάνεια, οι σεζλόνγκ, άδειες κι αυτές, η υπέρτατη αυθάδεια της πολυτέλειας όταν συνδυάζεται με την ανεμελιά -μια ατμόσφαιρα που του πήγαινε κουτί. Τον γνώριζαν άραγε; Και οι δύο γυναίκες έψαχναν μάταια μιαν απάντηση, μη μπορώντας να υποθέσουν τι τον έφερνε εκεί: ίσως η παραλία· μπορεί και το σκάφος." Μέσα στο καλοκαιρινό απομεσήμερο καταφθάνει ένας ωραίος, λευκοντυμένος άγνωστος με μοναδική αποσκευή τα Ray-Ban γυαλιά του. Το νησί είναι παραθεριστικός παράδεισος, η οικογένεια μεγαλοαστική, οι κόρες πλήττουν στην πισίνα, ο καύσωνας λιώνει το τοπίο. Ο ωραίος άγνωστος δηλώνει φίλος του -παντελώς αποτυχημένου- γιου της οικογένειας τον οποίον όλοι περιμένουν αλλά δεν βλέπουν να έρχεται. Κάπου, στις ακτές, η αστυνομία ανακαλύπτει ένα πτώμα...