Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Με λένε Μίραμπελ. Είμαι μια κούκλα. Όχι σαν τις άλλες· ασυνήθιστη. Πήρα μορφή σε ένα εργοστάσιο στη Γερμανία, σε μια βάναυση εποχή. Ολόγυρα πόλεμος, μπαρούτι και μίσος. Δε θα έπρεπε να νιώθω, δεν πλάστηκα για να αισθάνομαι, αλλά για να γαληνεύω ψυχές. Να γίνομαι κουβέρτα και χαλί να στρώνουν τα μικρά κορίτσια τις εύθραυστες λέξεις τους. Αν μπορούσα να κλάψω, θα το έκανα με μανία. Μα οι κούκλες δεν κλαίνε. Δε βουρκώνουν. Από τα γυάλινα μάτια τους στάζει μονάχα μια στάλα ελπίδας, η ιστορία κάποιου ξεφτισμένου παρελθόντος κι ένα απόθεμα αγάπης που θα μπορούσε να είναι παντοτινό. Αλλά στο ανθρώπινο είδος τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Απολύτως τίποτα. Είμαι πλέον πεπεισμένη γι’ αυτό. Η διαπίστωση αυτή με θλίβει, αλλά αναγνωρίζω τη δυναμική της. Είναι άμυνα. Αναρωτιέμαι αν κατάφερα να μπαλώσω τις τρύπες των ανθρώπων. Μέτρησα σώματα, χέρια, μάτια, ηλικίες, χαμόγελα, δάκρυα, ανάσες και βιώματα. Κατοίκησα σε αποθήκη παιχνιδιών, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε βιβλιοπωλείο, σε σπίτια. Αντίκρισα πολλούς θανάτους – με κάθε πιθανό κι απίθανο τρόπο. Γιατί οι άνθρωποι πνίγουν με τα ίδια χέρια που αγκαλιάζουν; Γιατί;