Πλάνεψε η μοίρα το μυαλό και την καρδιά, τρέλανε κάθε κύτταρο της ύπαρξής μου φέρνοντας μίσος και καταστροφή. Κι εκεί που αποζητούσα τη γαλήνη, μπλέχτηκα στα ρουμάνια της αβύσσου και χάθηκα αγκαλιά με τον προδότη έρωτα. Πόσο θα παιδευτεί ακόμα η ψυχή μου; Τι τιμωρία θα μου αποδοθεί; Αναρωτιέμαι! Ποιος φαρμακερός Όφις φώλιασε μέσα μου δηλητηριάζοντας κάθε μου συναίσθημα; «Ανέστη είπαν ο Κύριος την Τρίτη της ταφής Του». Συγχώρεση ζητώ πλέοντας στη θάλασσα των αμαρτιών μου…Ανάσταση της δικής μου ψυχής. Ποιος ξέρει αν η λάσπη που άφησα πίσω μου πνίξει τους αγαπημένους μου; ΜΗΝΙΝ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΣΗ. Αυτό θα σώσει την ψυχή μου. Ποιο σύννεφο άραγε, να ’χει θέα την πολύβουη γη, μήπως και φτάσει στα ώτα μου η απαλλαγή της κόλασης που δίκασα τον εαυτόν μου;