Έχει αξία η αφήγηση του Χαράλαμπου Κισόγλου. Σπάνει το κέλυφος του χωροχρόνου και μας αφήνει να διεισδύσουμε σε παλιές εποχές, περασμένες, που δε θα ξαναζήσουμε. Σαν άρωμα λουλουδιών ξεχύνεται μια γλυκιά νοσταλγία. Γειτονιές που στα σοκάκια τους δε θα ξαναπερπατήσουμε, άνθρωποι με φθαρμένα παλιοκαιρίσια ρούχα που δε θα ξαναντικρίσουμε, καταστάσεις που έχουν προ πολλού δραπετεύσει από το παρόν και δε θα ξαναζήσουμε. Και κάπου εκεί, στη στροφή του δρόμου, δίπλα στη βρύση που οι γυναίκες γεμίζουν τους τενεκέδες τους, κάτω από τη μουριά που μαζεύονται οι γιαγιάδες και λένε παλιές ιστορίες, στο παλιό μπακαλικάκι που όρθιοι οι άντρες πίνουν το ούζο τους με μια ρέγγα για μεζέ, στην αλάνα που παίζουν τα παιδιά ποδόσφαιρο με μια πάνινη "μπάλα", στην πλατειούλα που ρίχνουν λοξές ματιές τα μεγαλύτερα αγόρια στις γειτονοπούλες που περνάνε βιαστικά, συναντάς κι εσύ παιδάκι τον εαυτό σου με κοντό παντελονάκι να παρατηρείς τον κόσμο με απορία, φόβο κι ελπίδα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑΚΗΣ