Αντικείμενο της μελέτης είναι η ανάλυση ζητημάτων οικονομικής πολιτικής του ελληνικού κράτους ιδωμένων μέσα από το ευρωπαϊκό τους πλαίσιο, τα καθαρά νομισματικά γεγονότα (ήτοι το ιστορικό των κοπών) και οι νομισματικές αναπαραστάσεις ως ιδεολογικές αποτυπώσεις, από το 1828 περίπου έως το 1940. Αναδεικνύονται, επομένως, οι συναρθρώσεις μεταξύ πολιτικών δομών, οικονομικών μηχανισμών και ιδεολογίας μέσα από εννοιολογικούς άξονες που απασχολούν τόσο την Οικονομική όσο και την Πολιτική Ιστορία. Αναλύονται επίσης πλευρές της Πολιτισμικής Ιστορίας, όχι όμως ως αυθύπαρκτα ερευνητικά αντικείμενα αλλά ως συνιστώσες της νεοελληνικής κοινωνίας. Το βιβλίο στηρίχθηκε σε ευρύ φάσμα οικονομικών και τραπεζικών αρχείων, ελληνικών, γαλλικών και δευτερευόντως βρετανικών. Σημαντική πηγή για τη μελέτη της ελληνικής οικονομίας αποτέλεσαν οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις της περιόδου, η νομοθεσία, και κυρίως τα κείμενα των διεθνών δανειακών και νομισματικών συμβάσεων του Ελληνικού Κράτους. Πηγές, επίσης, αποτέλεσαν ιδιωτικά αρχεία, μαρτυρίες και απομνημονεύματα προσωπικοτήτων, ώστε να σταθμιστεί και ο ιστορικός ρόλος των πολιτικών υποκειμένων. Ειδικότερα, από τη θεματογραφία του βιβλίου ενδεικτικά αναφέρονται η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της καποδιστριακής και της οθωνικής περιόδου, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού κατά την περίοδο της Βασιλείας του Γεωργίου Α΄, στις οποίες εντάσσεται και η συμμετοχή της Ελλάδας στη Λατινική Νομισματική Ένωση, η νομισματική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα ως συνέπεια της ευρωπαϊκής νομισματικής αποσταθεροποίησης. Έτσι, ως οικονομικά -με την ευρεία έννοια- γεγονότα εξετάζονται η πτώχευση του 1893 και η συνεπαγόμενη επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898, όπως και οι προσπάθειες νομισματικής σταθεροποίησης στις αρχές του 20ου αιώνα. Ειδική αναφορά γίνεται στη μεσοπολεμική περίοδο, καθώς η νομισματική και η τραπεζική μεταρρύθμιση αποτελούν σημαντικούς πυλώνες της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 και οι συνθήκες ύφεσης που αυτή δημιουργεί οδηγούν σε εντεινόμενο κρατικό προστατευτισμό. Η υλική αποτύπωση του ιστορικού περιγράμματος είναι το νόμισμα, ως συμπύκνωση οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών παραμέτρων. Η ανάλυση πλαισιώνεται, επομένως, από την αφήγηση των καθαρά νομισματικών γεγονότων κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. H ελληνική νομισματική πολιτική και η νομισματική ιστορία εξετάζονται μέσα από την ευρύτερη ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα, αυτήν του οικονομικού φιλελευθερισμού που με διαφοροποιήσεις επικρατεί έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμου. Η συνεπαγόμενη υιοθέτηση του διμεταλλικού νομισματικού κανόνα και του κανόνα χρυσού, η διεύρυνση των ευρωπαϊκών αγορών και η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα διαθλώνται στην ελληνική περίπτωση. Η διεθνής μεσοπολεμική κρίση και οι αποτυχημένες προσπάθειες για επαναφορά του χρυσού κανόνα ανέκοψαν τον ελληνικό νομισματικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό, ενώ οι γενικευμένες πλέον στην Ευρώπη προστατευτικές πολιτικές υιοθετήθηκαν από την Α΄ Ελληνική Δημοκρατία. Στα τέλη της δεκαετίας του 30 η δικτατορία του Μεταξά εφάρμοσε μια περισσότερο παρεμβατική οικονομική πολιτική, κατά τα πρότυπα των αυταρχικών καθεστώτων της περιόδου. Συνεπώς, η ελληνική νομισματική πολιτική, αλλά και οι ελληνικές οικονομικές και νομισματικές κρίσεις, δεν μπορεί να αναλυθούν παρά εντός του ευρύτερου ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Στο οικονομικό επίπεδο, η ανάλυση της ελληνικής περίπτωσης καταδεικνύει ότι η λειτουργία των αγορών δεν είναι αυτόνομη από το περιρρέον οικονομικό και πολιτικό σύστημα, ενώ η λειτουργία υπερεθνικών νομισματικών ζωνών κατά το παρελθόν οδήγησε στην εισροή πόρων από την περιφέρεια προς το κέντρο, μέσω των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης της νομισματικής κανονικότητας. Εξάλλου, κατά τον ελληνικό ύστερο 19ο αιώνα παρατηρούμε τη συνεχή ανατροφοδότηση του δημοσίου χρέους μέσω εκτεταμένου προγράμματος εθνικών δανείων, των οποίων ο επενδυτικός στόχος μόνο εν μέρει ικανοποιείτο. Έτσι, μεγεθύνθηκε ο παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας εις βάρος της ανάπτυξης παραγωγικών τομέων. Εν γένει, κατά το 19ο αιώνα η ελληνική νομισματική πολιτική συνδέεται κυρίως με τις ανάγκες του Κράτους, ενώ τον 20ο αιώνα με τη λειτουργία της αγοράς. Σε πολιτικό επίπεδο, η μελέτη συμπεραίνει ότι το εγχείρημα του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, που εισάγεται από τον Α. Κουμουνδούρο, συνεπάγεται στενότερη σύνδεση με τη διεθνή αγορά κεφαλαίων κατά την περίοδο Τρικούπη. Από την άλλη πλευρά, κατά τη μεσοπολεμική περίοδο ο αστικός εκσυγχρονισμός της χώρας από τον φιλελεύθερο χώρο του Ε. Βενιζέλου επεδίωξε ευρεία κοινωνική "συμμαχία", πράγμα που εκφράστηκε και με την προσπάθεια ανάπτυξης των εθνικών παραγωγικών δομών. Τέλος, από τα πολυσχιδή συμπεράσματα που αφορούν την ιδεολογία όπως αυτή αποτυπώνεται στο νεοελληνικό νόμισμα, ας αναφερθεί ότι η χρήση αρχαιότροπων αναπαραστάσεων στα νομίσματα και τραπεζογραμμάτια δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως εθνικιστική πρακτική που επιχειρεί να συνδέσει άμεσα τη νέα με την αρχαία Ελλάδα. Αντίθετα, η αρχαιοελληνική νομισματική θεματογραφία θα πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό περιβάλλον, καθώς ο νεοκλασσικισμός συνιστά την κυρίαρχη "γλώσσα" των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών κατά το 19ο αιώνα, έρχεται επομένως στο Ελληνικό Κράτος ως πολιτιστικό αντιδάνειο.