Όταν ο λαός βρίσκεται εμπρός στον κίνδυνο της τυραννίας, δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"! είναι το πελώριο σύνθημα που κρατάν στην κεφαλή της φάλαγγας και πιάνει το πλάτος του δρόμου. Είναι και η πελώρια κραυγή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν αφήνουν να σιγήσει: ? τις αλυσίδες ή τα όπλα! Κι ο λαός που δε διάλεξε τις αλυσίδες δεν είχε κείνη την ημέρα όπλα... (Από το μυθιστόρημα) Οι "Νύχτες και αυγές" δημοσιεύονται σε δύο τόμους το 1961 και το 1963, εκ παραλλήλου σχεδόν με τους δυο πρώτους τόμους των Ακυβέρνητων πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, και μαζί με αυτό το τελευταίο είναι από τα πρώτα έργα που τολμούν να καταπιαστούν μυθοπλαστικά με το νωπό ακόμα τραύμα της αγγλικής επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου που σημάδεψε με τον χειρότερο δυνατόν τρόπο τη μοίρα του ιδιάζοντος "διπλού πολέμου" που έκρινε τις μεταπολεμικές τύχες του ελληνικού κράτους. Και είναι αυτή ακριβώς η επιμονή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου να αναφέρεται διαρκώς μέσα στο μυθιστόρημα σε αυτόν τον "διπλό πόλεμο", εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό, σε πείσμα τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών ιστορικών, που έχει το δικό της σημειολογικό βάρος. Οι "Νύχτες και αυγές" ρίχνουν απροσδόκητα (τουλάχιστον για έναν σύγχρονο αναγνώστη, συνηθισμένο στις πολιτικές ορθροφροσύνες της Μεταπολίτευσης) τεράστιο βάρος στον "διπλό", εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό, αγώνα, τον τονίζουν, τον υπογραμμίζουν, τον εκθειάζουν, τον απαθανατίζουν. Το μυθιστόρημα υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η Αντίσταση δεν έγινε από τους κομμουνιστές, αλλά από κόσμο σε μεγάλο βαθμό ακομμάτιστο. Ότι συμμετείχαν σ’ αυτήν και αγωνίστηκαν άνθρωποι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είναι, αν δεν απατώμαι, από τα πρώτα χρονολογικά έργα, μυθοπλαστικά ή άλλα, που αναφέρεται στον Εμφύλιο ρητά, απροσχημάτιστα, με τους όρους ενός αδυσώπητου ταξικού πολέμου. Και αυτό που ο συγγραφέας μας λέει, μέσω του ανοιχτού στο μέλλον επιλόγου του μυθιστορήματος, είναι ότι ο ήρωάς του ήταν ο ίδιος, ήταν οι άλλοι, ήταν όλοι αυτοί οι νέοι και οι νέες μιας ολόκληρης γενιάς που βρέθηκε παγιδευμένη στο διάσελο της Ιστορίας. Κι αυτό όχι τόσο, ή όχι μόνο, για να γίνουν οι νεότερες γενιές κοινωνοί της ιστορικής και συλλογικής εμπειρίας της δικής του γενιάς, όσο, κυρίως, για να διδαχθούν από αυτήν και να μην επαναλάβουν, όταν χρειαστεί, τα ίδια με τα δικά της λάθη. Ζ. Δ. Αϊναλής