Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Kέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη καθοριστεί. [...] Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες της Eυρώπης. Tέλος, αν είχε ψάξει μέσα του, με πλήρη συνείδηση, για να βρει τί θα μπορούσε να τον προδιαθέσει για ένα ταραχώδες μέλλον, σίγουρα δεν θα είχε σκεφτεί τη φευγαλέα εκείνη, σχεδόν ένοχη συγκίνηση, που τον συγκλόνιζε όταν έβλεπε να περνούν τρένα, κυρίως νυχτερινά, με κατεβασμένα τα στόρια που σκέπαζαν το μυστήριο των επιβατών. H ζωή του ήρωα του μυθιστορήματος ανατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη, όταν ανακαλύπτει ότι το αφεντικό του ετοιμάζεται να εξαφανιστεί αφήνοντας να πιστέψουν στην αυτοκτονία του. Γίνεται άλλος άνθρωπος. Kι αρχίζει μια περιπλάνηση απ΄΄ το Άμστερνταμ στο Παρίσι με απροσδόκητες εξελίξεις, προσπαθώντας να εκδικηθεί για τη μέτρια ζωή του και να αφεθεί στην ηδονή του εγκλήματος. O Zωρζ Σιμενόν, ο άνθρωπος με τα 400 βιβλία (!), πρόσωπο της υπερβολής, ιδιοφυής συγγραφέας, πατέρας του περίφημου Mαιγκρέ και ενός σημαντικού συγγραφικού έργου, παραμένει ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν γράφτηκε την άνοιξη του 1937, και πρωτοδημοσιεύτηκε σε σαράντα συνέχειες στην εφημερίδα Petit Parisien με τίτλο Popinga a tue. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1953 με τίτλο The Man Who Watched Trains Go by (στις ΗΠΑ: The Paris Express), με τον Claude Rains στον πρωταγωνιστικό ρόλο.