Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
... Συνέχιζε να γράφει. Να γράφει... Εκεί στο υπόγειο της "Στρέλνας", γωνία Πατησίων και Στουρνάρη, δίχως να βλέπει ουρανό με άστρα. Κι όσο περνούσαν οι μέρες, του έλειπαν οι καθαρές νύχτες του ελληνικού βορρά με τα πολλά αστέρια, αυτά που θα μετρούσε σ όλη του τη ζωή. Μα πάντα ονειρευόταν. Όπως από τότε, μικρό παιδί, που τη μέρα δούλευε στο τουβλάδικο και το βράδυ ονειρευόταν τις κερασιές που θ άνθιζαν και κείνη τη χρονιά. Από τότε που έβλεπε τα πλοία να μην αράζουν. Ίσως γιατί και ο ίδιος δεν έλεγε ν αράξει πουθενά, από παιδάκι που ρίχτηκε στη βιοπάλη. ... Έπιασε πάλι το μολύβι... "Ξύλιασα... Αισθάνομαι πως θα τελειώσω σε λίγη ώρα..." Τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Τι ήταν να θυμηθεί πάλι το όνειρο. Είχε λαγοκοιμηθεί και είδε -λέει- πως παρακολουθούσε μια κηδεία. Και το φέρετρο -κλειστό- να το κουβαλούν οι νεκροθάφτες. Από παιδί -θυμάται- μόνο τους νεκροθάφτες είχε μισήσει. Όχι γιατί θάβουν τους νεκρούς. Αυτό δεν τον παραξένευε. Θύμωνε γιατί δεν άφηναν στο μνήμα ένα παραθυράκι ν ανασαίνουν οι νεκροί! Αυτό λες και τον σημάδεψε σε όλη του τη ζωή..." "... Επειδή μου μιλήσατε για δήλωση, σας λέω ότι χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ..."