Το ναζιστικό κόμμα, με το εγχείρημά του περί νέου ανθρώπου, προσπάθησε να δώσει σε αυτό τον άνθρωπο όχι μόνο ένα ανανεωμένο σώμα αλλά και μια νέα προσωπικότητα: ένα ήθος σφυρηλατημένο από την προπαγάνδα ("να υπηρετείς τον Φύρερ και το κράτος"), μια σκέψη δομημένη σύμφωνα με τα αξιώματα της ιδεολογίας (υπάρχει σύγκρουση των φυλών), αλλά και μια ταυτότητα συγκροτημένη από μια ιστορία, την ιστορία της ομάδας στην οποία εκείνος ανήκει. Ο ναζισμός ως ιδεολογία συνοδεύεται από έναν ιστορικό λόγο ο οποίος φιλοδοξεί να αφηγηθεί το παρελθόν της φυλής. Αυτή η ιστορία της φυλής έγινε κατά κανόνα αντιληπτή ως αποκλειστικά γερμανοκεντρική. Ωστόσο, οι αναφορές στην Αρχαιότητα είναι πολυάριθμες στον δημόσιο λόγο, ενώ η αρχιτεκτονική του καθεστώτος αναβιώνει τον ρωμαϊκό μνημειακό κλασικισμό και η ναζιστική αγαλματοποιία ανακαλύπτει ξανά το ελληνικό γυμνό: η επανεφεύρεση της ιστορίας, η φυλετική ταυτότητα και η φυλετική ιστορία του ναζιστικού υποκειμένου αποκτούν αξία με την προσάρτηση ενός παρελθόντος τόσο λαμπρού όσο το παρελθόν της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Από τις δήθεν βόρειες μεταναστεύσεις προς τη Μεσόγειο έως τη διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η ιστορία της Αρχαιότητας ξαναδιαβάζεται υπό το πρίσμα της φυλετικής θεωρίας: ό,τι μεγάλο παρήγαγε, δημιούργησε, στοχάστηκε η Αρχαιότητα υπήρξε έκφραση του αρίου πνεύματος, ενώ η παρακμή των ηθών και των κρατών της οφείλεται στον εκφυλισμό του αίματος, που τραγικά και εσφαλμένα επιτράπηκε να νοθευτεί. Στον εθνικοσοσιαλιστικό λόγο περί Αρχαιότητας διακρίνεται μια βαθιά περιφρόνηση για την ιστορία. Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται τόσο να ζήσει, όσο να πεθάνει. Οι πρωταγωνιστές του Τρίτου Ράιχ είχαν εγκαταλείψει την τάξη της ιστορίας για να ενταχθούν στην τάξη του μύθου. Ο Goebbels, αντιγράφοντας εδώ τον Bismarck, έλεγε ότι "θα μείνουμε στην ιστορία ως οι μεγαλύτεροι ήρωες ή ως οι τελευταίοι εγκληματίες", ότι θα τους αποδιδόταν υπερβολική σημασία: ο Hitler είναι ο Σατανάς, ο Himmler, ο Heydrich και ο Goebbels οι αρχάγγελοι του κακού, όπως διαβάζουμε μερικές φορές. Μεταθέτοντας όμως τις θλιβερές μορφές του Τρίτου Ράιχ στη ριζική ετερότητα του τέρατος, του τρελού ή του διαβόλου, υποκύπτοντας στους πειρασμούς της δαιμονολογίας ή μιας παράξενης θεολογίας του απόλυτου κακού, παίζουμε το παιχνίδι που ήθελαν ο Hitler και ο Goebbels να παίξουν οι επόμενες γενιές: να αποδώσουν δηλαδή στα πρόσωπά τους μια ιερότητα, έστω και αρνητική, και η αύρα αυτή να εμποδίσει κάθε ορθολογική προσέγγιση του φαινομένου τους. Μπορούμε ίσως να διακρίνουμε εδώ τη χρησιμότητα του ιστορικού: ο ιστορικός αφαιρεί τα προσωπεία και σβήνει τα κεριά της λατρείας. Ενάντια στον μύθο του θανάτου, βλέπει τη γιατρειά μόνο στον θάνατο του μύθου.