Καλοκαίρι στη θαλασσινή πόλη. Μια μεγάλη παρέα παιδιών ζουν τις χαρές των διακοπών ανέμελα, κολυμπώντας, παίζοντας, αλλάζοντας μυστικά, λόγια αγάπης, νέα του άγνωστου κόσμου. Αγαπημένο τους στέκι, ένας ολάνθιστος κήπος με αρχαία αγάλματα, προφυλαγμένα εκεί ως να σταλούν στο Μουσείο της Σπάρτης. Τα είχαν βρει οι μικροί φίλοι παίζοντας, βαθιά θαμμένα στην άμμο, τα είχαν καθαρίσει, τα είχαν θαυμάσει· τα αγάπησαν. Καταλάβαιναν ότι έρχονταν σταλμένα από τους μακρινούς προγόνους και ο νους τους έτρεχε, θαμπωμένος, σ’ εκείνους και στην τέχνη τους της ομορφιάς. Ρώτησαν, έμαθαν, σεβάστηκαν την ιστορία και την πατρίδα. Τα παιδιά, τα αγάλματα, η θάλασσα, το ξένοιαστο καλοκαίρι, τα διάφορα γεγονότα, τα αυριανά όνειρα, η ζωή στην ήσυχη πόλη, τα τραγούδια από τα καφενεία και τις βάρκες, οι συγγενείς ναυτικοί με τις ειδήσεις της θάλασσας, αλλά και η γνωριμία όλων με το ιερό πρόσωπο της πατρίδας που ακτινοβολούσε απλότητα και κάλλος ψυχής, προσδίδουν στο βιβλίο τη χαρά και τη χάρη που γεύτηκαν οι τυχεροί φίλοι, στην παρέα των οποίων ανήκε και η συγγραφέας.