«Αφού τους ξεγύμνωναν, έπειτα έψαχναν τα ρούχα, τις βαλίτσες και τους μπόγους τους και, φορώντας γάντια, έβαζαν τα χέρια τους ακόμα και στις τρύπες των γυναικών, μήπως είχαν κρύψει κάτι εκεί μέσα. Να σκεφτείς, είπε, νεαρά κορίτσια τα ξεπαρθένευαν με τα βρωμόχερά τους, για να βρουν κάνα κρυμμένο δαχτυλίδι. Και μια γριά, την ώρα που την έψαχναν, χέστηκε και την περίλαβαν στις κλοτσιές […] Το πιο συγκινητικό, όμως, ήταν ένας γάμος που τελέστηκε το τελευταίο βράδυ. Επρόκειτο να γίνει στη συναγωγή λίγες μέρες αργότερα, αλλά αναγκαστικά τον έκαναν στην καπναποθήκη. Κι αφού ο ραβίνος διάβασε τη γαμήλια ευχή, έπειτα ο μπαμπάς του κοριτσιού τριγύριζε συγκινημένος κι έλεγε στους υπόλοιπους: «Σας ευχαριστώ που παραστήκατε στη χαρά των παιδιών μας… Σας ευχαριστώ για τις ευχές σας». Στο τέλος όλοι μαζί είπαν ένα τραγούδι για τον γαμπρό και τη νύφη, που, αντί ν’ ακούγεται χαρούμενο, σου ξέσκιζε την ψυχή. Τι μου ήρθε και τον ρώτησα: Εσύ, Κώστα, κούρεψες κάναν Εβραίο; Τότε έβαλε τα κλάματα με λυγμούς και είπε: Από αύριο θα σταματήσω τη δουλειά. Καλύτερα να πεθάνουμε από την πείνα, παρά να ξαναπάω στο κουρείο.» Στη Δράμα του 1943 ένας ορφανός έφηβος υπηρετεί ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό και τη γυναίκα του, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Η επίσκεψη της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με γυμνές φωτογραφίες, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές, η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του μικρού παιδιού συνθέτουν μια αφήγηση με απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όταν, εντέλει, ο καθένας βρει τον δρόμο του, αυτό που μένει είναι η καλοσύνη κάποιων προσώπων, η συμπαράσταση από άτομα που δεν τα υπολόγιζες, η απίστευτη –κρυμμένη– δύναμη του έρωτα, μα προπαντός η αντοχή και το κουράγιο των τυραννισμένων, που ξαναρχίζουν μ’ ελπίδα τη ζωή τους σ’ έναν δύσκολο αλλά πανέμορφο κόσμο.