Διένυσε χιλιόμετρα με το παλιό του ποδήλατο μέσα σε βροχές και άνεμο, μέσα στο λιοπύρι και την υγρασία. Περνούσε από ρουμάνια και διάσελα, ανέβαινε ανηφοριές, διέσχιζε πεδιάδες και μεγάλες πολιτείες καταπονημένος και ακατάβλητος, να προειδοποιήσει, να κηρύξει μετάνοια. Με την προφητική του διόραση έβλεπε τη σκοτεινή νεφέλη να έρχεται απειλητική και έτρεχε να προλάβει, μήπως θα μπορούσε να αποτραπεί το κακό. Έβλεπε τις βόρειες ακτές να μαυρίζουν από τα εχθρικά πλοία, τους Τούρκους να προχωρούν ακάθεκτοι σκορπίζοντας όλεθρο και φρίκη... κι ακόμα μακρύτερα, τα πέτρινα χρόνια της προσφυγιάς, της ευμάρειας και της κρίσης, μέχρι την ώρα της απελευθέρωσης της Κύπρου, ως και την επανάκτηση της Πόλης. Αυτός, ο αφανής κοσμοκαλόγερος της Αυγασίδας, το θρηνητικό πτηνό του Θεού, ο ολιγογράμματος κι όμως διδάχος, μια αγιασμένη μορφή της Κύπρου.