Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 1/2004 |
Διαστάσεις | 24χ17 |
ISBN13 | 978-960-8353-17-6 |
Μετά το 313 μ.Χ. (διάταγμα των Μεδιολάνων) η Εκκλησία εξήλθε προς τον κόσμο και έφερε το λόγο του Θεού στο κέντρο της πολιτικής ζωής της αυτοκρατορίας. Συγχρόνως οι αιρέσεις, που προήλθαν από τις ποικίλες επιδράσεις του περιβάλλοντος κόσμου, συνιστούσαν απειλή ορατή όχι μόνο για τη διάσπαση της ευχαριστιακής ενότητας της Εκκλησίας αλλά και της αυτοκρατορίας, τουλάχιστο κατά το ανατολικό τμήμα της, που έτεινε προς εκτεταμένο εκχριστιανισμό. Η Εκκλησία αντιμετώπισε τους αιρετικούς θέτοντας σε εφαρμογή το γνωστό από την αποστολική εποχή συνοδικό θεσμό. Για την αποτελεσματικότερη, όμως, υπεράσπιση της πίστεως χρειάστηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, η καθοριστική συμβολή των αυτοκρατόρων, που, μετά από αιτήματα της Εκκλησίας, συγκάλεσαν, και ουσιαστικά βοήθησαν, τη συνοδική έκφραση της Εκκλησίας υπό τον τύπο του θεσμού των Οικουμενικών Συνόδων. Και τούτο, διότι μόνο αυτοί είχαν τη δυνατότητα να προσκαλέσουν επισκόπους από όλη την αυτοκρατορία, να αναλάβουν τα έξοδα διαμονής και διατροφής τους, να εγγυηθούν την ασφάλειά τους και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις των Συνόδων, στις οποίες έδωσαν ισχύ κρατικού νόμου. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αυτοκράτορες υπερέβαιναν τα εσκαμμένα και πίστευαν ότι μπορούσαν οι ίδιοι να νομοθετούν κατά το δοκούν ερχόμενοι σε αντίθεση με την καθολική πίστη (Θεοδόσιος Β , Βασιλίσκος, Ζήνων), αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίδραση της Εκκλησίας και οι προσπάθειές τους είχαν πάντοτε προσωρινά αποτελέσματα. Ο αυτοκράτορας περιφρουρούσε τη διαδικασία των Συνόδων, αλλά δεν μετείχε στις αποφάσεις, οι οποίες είναι έργο αποκλειστικό των συνοδικών Πατέρων. Ως κατακλείδα αρμόζει να επισημανθεί ότι η Εκκλησία θεωρούσε τον αυτοκράτορα ως το πλέον εκλεκτό μέλος της.