Δεν ήμουν στην ηλικία που μπορούσα να ρωτάω. Άκουγα όμως. Κράταγα. Σημάδευα. Έδενα. - " Πώς κοιμήθηκες απόψε; τι ύπνο είχες; " Άκουγα την απάντηση : - "Της Αδριανουπόλεως !" Δεν καταλάβαινα. Αυτός έφυγε. Ήταν μάταιο να ρωτήσω όλους τους άλλους. Εδώ δεν κατάλαβαν τόσα και τόσα ... Από τότε, τη λέξη την είχα χείλη μου. Όχι πόλη, όχι χώρα, όχι χάρτη, όχι πατρίδα. Πατέρα, αγρύπνια. Ρωτούσα, ζήλευα, μάλωνα, μάτωνα, κλώτσαγα, έστηνα αυτί σαν το ζώο, έψαχνα, έσκαβα, ίδρωνα, έσκαζα. Δούλεψα, ταξίδεψα στον βορρά.. Ήρθα πιο κοντά. Όχι στον τόπο, όχι στην πύλη, όχι στην πόρτα. Ήρθα πιο κοντά στην ώρα στη στιγμή. Πιο κοντά στο δικαίωμα, να αξιωθώ την ερώτηση. Να τη συναντήσω, να την κοιμηθώ, να την παιδέψω, να με παιδέψει, να ξημερωθώ μαζί της : - "Πώς κοιμήθηκες απόψε; τι ύπνο είχες; " "Είναι σπίτια που ξαγρυπνούν, πεινάνε τ όνειρο, γαυγίζουν τ αστέρια. Στρώνουν να κοιμηθούν τη νύχτα της Αδριανουπόλεως. Στη σκηνή της . Στο χαλασμένο, διαλυμένο -φύλλο φτερό-στρώμα της. Υποφέρουν τον ύπνο του Πορθητή. Τον ταραγμένο. Μια νύχτα πριν την Άλωση. Ανεβάζουν τον πυρετό του Λιονταριού. Θέλουν. Ονειρεύονται. Ορέγονται. "Τα αναγνωρίζεις, τα βλέπεις από μακριά, άλλο χτίσιμο, άλλα λιθάρια αλατόμητα, άλλο χρώμα, άλλα σεντόνια, άλλο φως, άλλο μαύρο, άλλο άσπρο, άλλα ρολόγια, άλλη αναπνοή, αλλιώς ο κήπος, το άνθισμα, ο κτύπος, άλλο κουδούνισμα, άλλο λάλημα, άλλη καμπάνα, άλλη φωνή. Είναι έτοιμα να φύγουν να πετάξουν, με το ζόρι κρατιούνται στην γη, τα θεμέλια τους είναι αλλού, σε άλλους τόπους σε άλλους ανθρώπους σ αυτούς που έρχονται τα βράδια και μπαίνουν κρυφά στον ύπνο τους."