Η παρούσα μονογραφία του Dušan J. Popović αποτελεί μια μοναδική συνεισφορά στο ζήτημα της προέλευσης των πολιτών της σερβικής κοινωνίας, κατά κύριο λόγο, αλλά και της κροατικής, της σλοβενικής και εν γένει των κοινωνιών του αυστρο-ουγγρικού κράτους, καθώς καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον επιστήμονα διέκρινε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι Τσιντσάροι και οι Γραικοί στη δημιουργία των αγορών (τσαρσιών) και στην εμποροβιοτεχνική κίνηση και ανάπτυξη στα Βαλκάνια και στο λεκανοπέδιο της Παννονίας. Η μελέτη του διατρέχει μια μακρά περίοδο τριών περίπου αιώνων και στις σελίδες της περιλαμβάνεται μια περιοχή που εκτείνεται από το Νις μέχρι τη Βούδα και την Πέστη στα βόρεια και μέχρι τη Ριέκα και την Τεργέστη στα δυτικά. Οι λόγοι που ώθησαν τον Popović να προβεί στη συγγραφή του βιβλίου, δεν περιορίζονται σαφώς στο γενικότερο επιστημονικό ενδιαφέρον για τους Τσιντσάρους και στην ιδιαίτερη ερευνητική του ανησυχία για την ανάδειξη του σπουδαίου ρόλου τους στις αγορές της Βαλκανικής. Όπως διαπιστώνεται, μάλιστα, από μια σειρά άρθρων που δημοσίευσε σε περιοδικά και εφημερίδες, το ζήτημα της εθνοτικής ταυτότητας των Τσιντσάρων και η παρουσία τους στις σερβικές επαρχίες απασχολούσαν ιδιαίτερα τον Popović ήδη από τα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το έργο του αποτελεί αποκύημα βαθύτερων πολιτικών και κρατικών συνιστωσών, καθώς συγγράφηκε εννέα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και τη δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων (1 Δεκεμβρίου 1918), του μετέπειτα Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας. Η εξαιρετική πολιτική και κοινωνική σημασία αυτών των ιστορικών γεγονότων βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στις σελίδες του βιβλίου του Popović και έτυχε ευρύτατης αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό, το οποίο απασχολούσαν την εποχή εκείνη ζητήματα εθνικισμού σε συνάρτηση με τις συνεχείς μεταβολές που δρομολογούσε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Οι μελέτες του Popović αποτελούν μέχρι σήμερα πολύτιμα έργα για την σερβική και βαλκανική ιστοριογραφία, καθώς σε αυτές η ιστορία προσεγγίζεται ως ένα συμβάν αναπόσπαστα συνδεδεμένο με γεωγραφικούς, εθνογραφικούς, κοινωνικούς και (εθνο)ψυχολογικούς παράγοντες, μέσα από τη διαλεκτική συνάντηση με άλλες επιστήμες, όπως είναι η κοινωνιολογία, τα οικονομικά, η ψυχολογία, η πολιτισμική γεωγραφία, η ανθρωπολογία και οι πολιτικές επιστήμες. Αναφερόμενος ο Dušan J. Popović κατά βάση στους Βλάχους (Τσιντσάρους), αντιμετωπίζει με μεθοδολογική αμηχανία την περίπτωσή τους σε ό,τι αφορά στην εθνική τους ταυτότητα, μια αμηχανία που δεν θα υπήρχε εάν είχε στην διάθεσή του την έννοια του εθνοτικού. Έχει, κατά βάση, στο εννοιολογικό οπλοστάσιό του δύο εργαλεία: το έθνος και το λαό. Το έθνος με τη νεοτερική έννοια μπορεί να καλύψει την ελληνική ταυτότητα των Βλάχων, το ίδιο και ο λαός αλλά δεν μπορεί να αποδώσει την εθνοπολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Γι’ αυτό και εναλλάσσονται τα εθνωνύμια, γι’ αυτό και προκαλείται μια σύγχυση στον αναγνώστη. Από την άλλη, αυτό καθιστά το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι θέτει με ένα πολύ ζωντανό τρόπο το ζήτημα της μετάβασης στη νεοτερικότητα, της μετάβασης από τις εθνοθρησκευτικές, τοπικές, εθνοτοπικές, εθνοτικές ταυτότητες στις εθνικές. Δεν είναι απλά το εθνογραφικό υλικό χρήσιμο ως παράδειγμα αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος εκπροσωπεί ένα μέρος των δρώντων υποκειμένων της έρευνάς του, αυτών δηλαδή που εγκαθίστανται στα εδάφη της Σερβίας και αφομοιώνονται στο αντίστοιχο έθνος. Ο Πόποβιτς όταν λέει “Εμείς” εννοεί τους Σέρβους και όταν λέει “Η χώρα μου” εννοεί τη Σερβία, παρότι χαρακτηρίζει τους ίδιους τους άμεσους προγόνους του Έλληνες βλαχικής καταγωγής, χρησιμοποιώντας βέβαια διαφόρους όρους εναλλακτικά. Για όσους πιστεύουν ότι οι ταυτότητες (και εδώ μας ενδιαφέρουν οι εθνικές) είναι αιώνιες και αμετάβλητες, μια πίστη που συνδέεται με την βιολογική θεωρία, το παράδειγμα είναι παράδοξο. Εάν δεχτούμε, ωστόσο, την πολιτισμική προσέγγιση, την θεωρία της κατασκευής, το παράδειγμα είναι καθόλα σύμφωνο με αυτήν τη θεωρία, που πρεσβεύει ότι οι ταυτότητες συγκροτούνται ιστορικά και κατά συνέπεια μεταβάλλονται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και συχνά είναι και αντικείμενα επιλογής και διαπραγμάτευσης. Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής ταυτίζονται κατά κανόνα με το ελληνικό εθνικό κίνημα και στον βαθμό που έχουν νεοτερική εθνική συνείδηση αυτή είναι ελληνική. Σημαντικοί φορείς του ελληνικού πνεύματος γίνονται όσοι Βλάχοι ανελίσσονται κοινωνικά και αυτοί συμβάλλουν καθοριστικά στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στις γενέτειρές τους και όχι μόνον. Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς τεκμηριώνει και ο Πόποβιτς, τα σχολεία που ιδρύουν στους νέους τόπους εγκατάστασης είναι ελληνικά σχολεία. Ελληνικά σχολεία, επίσης, ιδρύουν και λειτουργούν με τις δωρεές τους στις γενέτειρές τους. Αρκετοί από αυτούς που γίνονται λόγιοι καταγράφονται ως σημαντικοί εκπρόσωποι του ελληνικού διαφωτισμού. Να μην ξεχνάμε ότι τα λεξικά, όπου εκδίδονται, στοχεύουν στην εκμάθηση της ελληνικής από τους Βλάχους συντοπίτες τους. Σε πολλές περιπτώσεις Βλάχων ευεργετών ο ζήλος για την ελληνική παιδεία και γλώσσα ήταν τέτοιος που τους οδήγησε ακόμα και σε αρνητική στάση απέναντι στην Βλαχική γλώσσα. Το παρόν βιβλίο, λοιπόν, αποτελεί και ένα πολύ καλό παράδειγμα μελέτης των ταυτοτήτων στο πλαίσιο της μετάβασης προς τη νεοτερικότητα. Κυρίως όμως αποτελεί μια κατάθεση πολύ σημαντικών πληροφοριών, ενός πραγματολογικού υλικού, το οποίο αναφέρεται στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας των Βλάχων, στις συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν μεταναστεύοντας, τον ρόλο της οικογένειας και της συγγένειας στη συγκρότηση και λειτουργία των οικονομικών συσσωματώσεων, την ανάπτυξη των ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δικτύων, το ρόλο της παιδείας και των εκπαιδευτικών θεσμών σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση εθνικών ταυτοτήτων, τις σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες, τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις οικονομικού αλλά και εθνικού/εθνοτικού χαρακτήρα, τις εν γένει συλλογικές νοοτροπίες. Θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο αυτό, εκτός από πόνημα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, συνιστά και μια συμβολή στην πολιτισμική ιστορία αλλά και την ιστορική ανθρωπολογία και εθνογραφία των Βαλκανίων.