Κάθε λαός και κάθε χώρα έχει και τους εθνικούς της ποιητές, που μίλησαν για τη ζωή και την ιστορία της, άλλοτε για τους πολέμους και άλλοτε για τη ζωή τον καιρό της ειρήνης. Η δεύτερη είναι αυτή που απασχολεί τον Λιθουανό εθνικό ποιητή Κριστιγιόνας Ντονελάιτις (Λιθουανικά: Kristijonas Donelaitis). Ο Κ. Ντονελάιτις γεννήθηκε το 1714 στο Βασίλειο της Πρωσίας (σήμερα Δημοκρατία της Λιθουανίας) και πέθανε το 1780 στο χωριό Τολμίνκιεμις. Τo μακροσκελές ποίημα "Οι εποχές" ο Ντονελάιτις το έγραψε μεταξύ του 1765 και του 1775, η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή. Το ποιητικό αυτό έργο, που είναι γραμμένο σε εξάμετρο και τοπική διάλεκτο, υποδιαιρείται σε τέσσερα μέρη, που το καθένα αντιστοιχεί σε μία εποχή του έτους. Σ’ αυτά περιγράφεται με γλαφυρό και λυρικό ύφος η ζωή των φτωχών Λιθουανών χωρικών, που δουλεύουν κολίγοι σε πλούσιους γαιοκτήμονες, κατά κανόνα ξένους (Γερμανούς ή άλλους), καθώς και της φύσης και των εναλλαγών της κάθε εποχής, αλλά και των ασχολιών των αγροτών, και το γενικότερο πλαίσιο της ζωής τους. Το ποίημα περιέχει πολλά έμμεσα, αλλά και άμεσα ηθικοπλαστικά διδάγματα, για τη ζωή, την οικονομία, το μέτρο, το σεβασμό προς το θείο κλπ., τα οποία έχουν αντικείμενο την μόρφωση των χωρικών και την εκπαίδευσή τους για μια καλύτερη ζωή για αυτούς τους ίδιους. [...] (από το Επίμετρο της έκδοσης) ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Ό,τι ο ήλιος ανεβαίνει ξανά και τον κόσμο ξυπνάει Και του κρύου του χειμώνα τις έννοιες σκορπίζει γελώντας Το κρύο και τον πάγο παντού να σκορπίσει έχει πιάσει Και το χιόνι το αφράτο το έλιωσε απ’ όλη την πλάση. Τότε ο αέρας χλιαρός τα χωράφια δροσάτα χαϊδεύει Και πλήθος χορτάρια και φύλλα απ’ τον τάφο σηκώνει Θάμνοι με δάση από πεύκα ξυπνήσανε ολόρθοι Κάμποι, βουνά και κοιλάδες τις κάπες πετάξαν. Όλα όσα πέθαναν κλαίγοντας φθινόπωρο που ήταν, Όλα όσα χειμώνα περνούσαν στη λίμνη από κάτω Ή κάτω απ’ τον κορμό τους τον ίδιο κοιμόνταν χειμώνα, Όλα στρατιές ξεπρόβαλαν το θέρος να υμνήσουν. Οι αρουραίοι με τα κ’νάβια π’ αφήσαν την κρύα γωνιά τους Κοράκια, κουρούνες και κάργιες, μα και κουκουβάγιες, Ποντίκια φαμίλιες κι ασπάλακες τη ζέστη δοξάζαν. Μύγες και ζούδια, κουνούπια με άπειρες ψείρες Μπελάδες σ’ εμάς για να φέρουν μιλιούνια μαζεύ’καν Και άρχοντους, χωριάτες μαζί σαν τρελές τους δαγκάνουν Αλλά να την και η μέλισσα, το σόι της που έχει ξυπνήσει Και στέλνει να φέρουν στο σπίτι φαγί, δεν το’χει ξεχάσει. Και σμάρια ολάκερα που βγήκαν με φούρια απ’ τ΄ς ραγάδες Και τρέχοντας δώθε κι εκείθε βαλθήκαν να παίζουν φλογέρα Και στις γωνιές οι αράχνες κάθονταν και νήματα φτιάχναν Μες στη σιωπή πλέκαν δίχτυα, να βγουν για κυνήγι. Αλλά και οι αρκούδες, και οι λύκοι χορεύαν, γελούσαν, τραβιόνταν στ’ ακρόδασο κάτι ν’ αρπάξουν να φάνε Τι θαύμα στ’ αλήθεια! Ούτ’ ένας από όλο το πλήθος Δεν ήρθε κοντά μας με κλάματα για βαρυγκόμια: Δεν μαζευτήκαν να κλάψουν, μα για να χαρούνε Τι οι δουλειές του χειμώνα παντού έχουν τώρα τελειώσει Και η άνοιξη πια φανερώθηκε λάμποντας όλη την πλάση. [...]