Σε όλες τις περιόδους της ιστορίας συναντάμε άτομα, ομάδες, ενίοτε και πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται εκτός μιας «κανονικότητας», κανονικότητας που ορίζεται βέβαια ιστορικά. Έχουμε να κάνουμε με άτομα ή ομάδες που δεν είναι πλέον σε θέση να ανταπεξέλθουν ούτε στις πιο βασικές τους ανάγκες, δηλαδή την απλή επιβίωση. Το φαινόμενο της φτώχειας, πέρα από χρονικά και χωρικά πλαίσια, διέπεται από πάγια μοτίβα, πολιτιστικά και κοινωνικά, τα οποία φαίνεται να αναπαράγονται σταθερά και τα συναντά κανείς τόσο στην Ελλάδα ή την Ευρώπη του 21ου αιώνα όσο και στη μεσαιωνική Δύση του 14ου αιώνα ή στη Νεότερη Εποχή, τον 17ο αιώνα. Τέτοια μοτίβα είναι οι βασικές πρακτικές επιβίωσης των πολύ φτωχών, η κινητικότητά τους, η αδιαφοροποίητη ομαδοποίησή τους, εκ μέρους της υπόλοιπης κοινωνίας, με τους εν γένει περιθωριακούς, οι κοινωνικές στάσεις απέναντί τους (αδιαφορία, ανοχή, έλεος ή τιμωρία). Η μελέτη της Αλίκης Βαξεβάνογλου ανατέμνει το φαινόμενο της φτώχειας και του κοινωνικού δεσμού κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, από τον 11ο ώς τον 14ο-15ο αιώνα, εξετάζοντας την εξέλιξή του σε συνάρτηση με όλους εκείνους τους παράγοντες με τους οποίους αλληλεπιδρά: φεουδαρχικό σύστημα, Εκκλησία, θρησκευτικά τάγματα και κοινωνικοθρησκευτικές αντιλήψεις, πολιτική εξουσία, ύπαιθρος και πόλεις, οικονομία και φορολογία, και μείζονες κρίσεις με θεμελιακές επιπτώσεις, όπως η Μαύρη Πανώλη και η σιτοδεία τον 14ο αιώνα. Ταυτόχρονα, η μελέτη της περιόδου αυτής παρέχει συνάμα τα κλειδιά για την κατανόηση του κόσμου των Νεότερων Χρόνων και κατ’ επέκταση του Σύγχρονου Κόσμου, καθώς τότε, στον ύστερο Μεσαίωνα, διαμορφώνονται τα θεμέλια της ευρωπαϊκής νεοτερικότητας.