Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Μία από τις πρώτες ίσως αντιδράσεις στο άκουσμα του όρου "πολιτιστική βιομηχανία" είναι η άρνηση ότι ο πολιτισμός είναι εμπόρευμα. Το βασικό θέμα ωστόσο είναι το κατά πόσο ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα αφήνεται στις δυνάμεις της αγοράς, ή υπάρχει μια στοχευμένη δημόσια πολιτική που προστατεύει την δημιουργία. Στην Ελλάδα, η πολιτιστική πολιτική δεν είχε σχεδόν ποτέ σαφείς στόχους και κριτήρια, ενώ κυρίαρχη υπήρξε ανέκαθεν η εμμονή με την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς που συνήθως λειτουργεί και ως "προϊόν" για τη τουριστική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι ο σύγχρονος πολιτισμός υπήρξε υποβαθμισμένος και οι λιγοστές πολιτικές για τη σύγχρονη δημιουργία υπήρξαν αποσπασματικές και δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες της εγχώριας πολιτιστικής παραγωγής. Επιχειρώντας μια λεπτομερή ανάλυση των οικονομικών χαρακτηριστικών των κλάδων πολιτισμού και δημιουργικότητας στην Ελλάδα, το βιβλίο αυτό εισάγει τον αναγνώστη στα θεωρητικά παραδείγματα των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών, όπως και στις κυρίαρχες πολιτικές που υπάρχουν για τη στήριξή τους. Παράλληλα, αναδεικνύει το ζήτημα της άνισης πολιτιστικής ανάπτυξης που παρατηρείται μεταξύ της Αθήνας και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων και εξετάζει τις γεωγραφικές συσπειρώσεις των δημιουργικών βιομηχανιών στην Αθήνα. Αν και η οικονομική συνεισφορά των πολιτιστικών και δημιουργικών επιχειρήσεων στην εθνική οικονομία και ο αριθμός των εργαζομένων αποτελούν σημαντικά μεγέθη, μέχρις στιγμής έχουν γίνει πολύ λίγες μελέτες και έρευνες για τη σημασία των κλάδων πολιτισμού και δημιουργικότητας στην Ελλάδα. Η μελέτη του Βασίλη Αυδίκου έρχεται να καλύψει αυτό το κενό, δημιουργώντας μια αρχική βάση δεδομένων, ενώ ταυτόχρονα δίνει το έναυσμα για διάφορες συζητήσεις για την οικονομική συμπεριφορά των κλάδων αυτών αλλά και για τις στρατηγικές χωροθέτησής τους.