"Το απόγευμα, την ώρα που γέρνει ο ήλιος στον Κουτσόραχο και κατακερματίζεται το φως, τότε που θες να κλάψεις χωρίς να ξέρεις το γιατί, τότε που επιστρέφουν όσοι έχουν φύγει, φάνηκε κι ο Λιάρης να έρχεται από δυτικά, με όλα τα κουρέλια, στο σπίτι του σφαγέα του....
Από το μπουάτ μιας γωνίας των γραφείων ξεκινούσε ένας κόκκινος σπάγκος, τρυπούσε τον τοίχο κατά μήκος, περνούσε κάτω από το μπαλκόνι, διέσχιζε εναέρια τον κεντρικό δρόμο, και κατέληγε απέναντι στο ξυλουργείο του Λευτέρη, ο οποίος ροκάνιζε μια πόρτα, ενώ ο βοηθός του κρατούσε στα χέρια του δυο σκουριασμένους μεντεσέδες....