"Όσο για μένα εγώ αξιώθηκα να δω τα πράγματα να σπαρταρούν πιασμένα στο αγκίστρι του ονόματός τους."
Με ένα "εναρκτήριο τέλος" ξεκινά η νέα συλλογή του Κ.Γ. Παπαγεωργίου. Με την αποδοχή του κύκλου, που ξεκινά από έναν ουρανό χωμάτινο για να καταλήξει στο τέλος στα κομμένα μαλλιά στο παιδικό κουρείο, στην παιδιάστικη άρνηση του κύκλου. Σ αυτόν τον κύκλο, που αγκαλιάζει όλους τους άλλους που σχεδιάζουν πενήντα κοντά χρόνια τώρα τα ποιήματά του, περιέχεται ο κόσμος: οργανική κι ανόργανη ύλη που μεταμορφώνεται διαρκώς, δρόμοι και υπαινικτική συνύπαρξη, Ιστορία και ψίθυροι, νεκροί και ζωντανοί, χρώματα, μουσικές κι αρώματα που επενδύουν ορίζοντες, λύπες και μνήμες ξαμολημένες και πικρές μες στην αδυναμία τους, πράγματα και ονόματα ματωμένα και κενά, γράμματα ένυλα, πεζά και κεφαλαία, αισθήματα και φυσικά φαινόμενα. Μέσα στον κόσμο αυτό, τον οποίο το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει αποστασιοποιημένα στις πιο κρυφές του συναντήσεις, μεταλλάξεις και στιχομυθίες, παίρνει και το ίδιο θέση: "όσο για μένα εγώ, λέει και ξαναλέει, για να ξεχωρίσει τη δική του διαδρομή από τα αξεχώριστα κι αυτά που για πάντα θα μείνουν ενωμένα -της θέας συμπεριλαμβανομένης-, καθώς "ακροβατεί στα πιο απόκρημνα σημεία του αίματος" και χάνεται, εν επιγνώσει, στα "καταγώγια του ύπνου"· αξιώνεται να δει "τα πράγματα να σπαρταρούν πιασμένα στο αγκίστρι του ονόματός τους. Και άδεια ονόματα ύστερα να σέρνονται παρασυρμένα από τη δύναμη ενός τίποτα"· αρνείται τη μνήμη, αυτό "το ξέφωτο του μαραμένου λυρισμού, με νοσταλγίες απάνεμες μιας εποχής που με κατάντησε". Σ αυτόν τον κόσμο περιφέρει λυπημένος ο ποιητής ό,τι έχει από αυτόν απομείνει, όπως λέει, τον κόσμο του χρήματος που σημαίνει "το ξεψύχισμα του νοήματος", όπου "ένας ευαίσθητος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να λιμοκτονεί στη θέα του φθινοπώρου, όταν η κάθε ιθαγένεια ταλαντεύεται ανάμεσα στη στέρηση και την ιδιοτελή φιλανθρωπία. / Ή ανάμεσα στο σαν ψεύτικο όμορφο και στο αληθινό ηλιοβασίλεμα της μακρινής πατρίδας του άστεγου.", όπου "χρόνια τώρα στοιβάζονται ακατάστατα των ηττημένων τα διανυμένα χιλιόμετρα".
Δέντρα, ρίζες, κλαδιά, χώμα σε ένα τοπίο που αναπτύσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις του πλανήτη, πατημασιές που μόνο σε ίχνη ξέρουν να γυρνούν, πέτρες που κυκλώνουν τα φύλλα και τα νέμονται, νερά που δεν τρέχουν και στάλες βροχής που, μετέωρες, γίνονται φθόγγοι ή ορίζουν ποιητική. Πόλη ρημαγμένη με ανθρώπους νεκροζώντανους, χρόνος έξω από τον ανθρώπινο και πάλι ανθρώπινος κι αυτός, διεσπαρμένος σε μια ύλη αναβράζουσα. Δρώμενα στημένα με τα ελάχιστα, που ούτε καν αυτά δεν διασφαλίζει η σύγχρονη πολιτική συνθήκη. Αποδραματοποιημένη ελεγεία και λόγος ο παντοδύναμος, αυτό που κανείς δεν μπορεί να πάρει από τον ποιητή, ακόμα κι όταν είναι σιγή, κενό στη σελίδα, αποσιώπηση: πένθος για μια ζωή που κλείνει τον κύκλο της μαζί με την Ιστορία, ακολουθώντας πάντως την αέναη περιστροφή των άστρων και μετέχοντας, εκούσα άκουσα, στα παιχνίδια της ανίκητης ύλης.
Τιτίκα Δημητρούλια