Σ έναν όρμο μπροστά μικρή ομάς παραθεριστών δέκα δεκαπέντε άνθρωποι με ελαφρά αισθήματα καλοκαιρινά κοιτάζουν στ ανοιχτά του πελάγους ένα πλοίο να στέκει... Το μέρος σπουδαίο δεν είναι, το κύμα δεν είναι μεγάλο. Τρεις ποδηλάτες χαιρετούν δυό ψάθινα καπέλα που κολυμπάνε στο νερό. Ένα ελαφρύ αεράκι σπρώχνει τα κρανία των ναυαγών στις ξύλινες καρίνες των πλοίων νταπ ντουπ... νταπ ντουπ.. νταπ... ντουπ... Η μάνα μου με πέταξε στη θάλασσα. Όλες οι μάνες έτσι έκαναν τότε.