Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Η ταράτσα έγινε ένα τεράστιο πουλί που πετάει. Πιάνεται στα φτερά του, θέλει να το σταματήσει, μα κείνο είναι δυνατότερο, την παίρνει μαζί του. Έφυγε. Βλέπει τον κόσμο από ψηλά, τον περίβολο, μια μεγάλη τσιμεντένια αυλή και δεν τον αναγνωρίζει. Προσπαθεί να διακρίνει τα χνάρια, τις γραμμές, τα πρόσωπα, μα χάνονται σιγά σιγά και γίνονται σημαδάκια, μικρές κουκκίδες που διαλύονται. Εκείνη ονειρεύεται γαντζωμένη στις φτερούγες του τεράστιου πουλιού που τη μεταφέρει στην ξένη. Ακουμπάει στη γη, περπατάει δειλά, σιγά, σαν τον νεοσσό που κοιτάζει τον νέο του κόσμο. Τα καινούρια της μάτια δε βλέπουν όνειρα, και το βράδυ, σαν θα πέσει στο κρεβάτι της, δε θα την ξυπνήσει καμιά φωνή.