Εκείνο το ηλιοβασίλεμα σιμά στους μύλους, ώρα θεϊκή, στεκόμουνα αμίλητος με τη σκέψη δοσμένη σε σένα. Πρόσμενα ν’ ακούσω τους χτύπους της καρδιάς σου. Πρόσμενα την ανάσα σου ν’ αγρικήσω και το άρωμά σου να γευτώ. Με τους χτύπους της καρδιάς παρακαλούσα τον ήλιο να πάρει το μήνυμά μου για σένα. Κι ήταν η ανάσα μου κομμένη γιατί φοβόμουνα μη φύγει χωρίς να πάρει το μήνυμά μου. Οι ηλιαχτίδες έκαναν παιχνίδια με τη θάλασσα, λαμπύριζαν κι αργούσαν ν’ ακολουθήσουν τον ήλιο που ήθελε βουτιά στο πέλαγο να κάμει. Η αγωνία μου μεγάλωνε, ήθελα το μήνυμα να πάρεις. Ήξερα πως το καρτερούσες. Η θάλασσα κι ο ουρανός με καθησύχαζαν κι ως μάρτυρες βεβαίωναν πως σε σένα το μήνυμα θα φθάσει.