το λυχνάρι έκοβε στο τέλειωμα της πόρτας τα νοήματα που η σκέψη λίχνιζε σε άπειρη σκόνη φορτωμένη ζωή κι απ το βυθό μιά τράτα φανέρωνε τα δίχτυα με γέννα γιομάτα και μυστικά όπως πάντα φεβγάτα που περιφέρουνται στης ανυπαρξίας τα κιόσκια του κόσμου υλικά πριν την αποκαθήλωσή του ...
μέσα στην αμφιβολία όλα και της σχετικότητας τις αρρυθμίες όλα κολυμπάν στα όρια τώρα ένα σμάρι πουλιά σκιάζει κι ο ουρανός τ αποδιώχνει και τα στρφογυρίζει τ ονείρου έκτρωμα σαν ψυχές αντάρτισσες καπνισμένες απ του χορού τα φτερουγίσματα γδαρμένα όνειρα άθρωπου σκιές ακονίζουνε σπαθιά το λώρο να κόψουνε της γέννας το σπλάχνο να ταφτοποιήσουνε το μυστήριο να χαθεί στο φως ...