Ο Henry David Thoreau (1817-1862) προφανώς δεν ήταν μέλος του κινήματος «δεν πληρώνω», που υπονοεί να τα πληρώσουν οι άλλοι. Ήταν φιλόσοφος που, μετά τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, έζησε σαν ερημίτης, μέσα στη φύση, σε μια καλύβα, για να συνειδητοποιήσει τη θέση του στον κόσμο και την κοινωνία. Επομένως, όσα γράφει, τα γράφει με καθαρό μυαλό και με πλήρη επίγνωση. Είναι η συνείδησή του που επαναστατεί στην πρακτική της κυβέρνησης της πολιτείας της Μασαχουσέτης. Για την ακρίβεια, λέει ότι: - δεν πληρώνω, γιατί με τα χρήματα αυτά θα αγοραστούν όπλα για έναν επιθετικό πόλεμο, - δεν πληρώνω, για να μην αγοραστούν αλυσίδες που θα δέσουν νέους σκλάβους, - δεν πληρώνω, γιατί πρόκειται για μια ανίκανη κυβέρνηση που άλλα λέγει δημόσια και άλλα κάνει στο παρασκήνιο, ενώ διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα τα χρήματα. Σε μια σκοτεινή εποχή που η Ελλάδα πολεμούσε ακόμα για την ανεξαρτησία της, σήκωσε τη σημαία της ανυπακοής, γιατί ο ίδιος υπάκουε σε έναν βαθύτερο ηθικό νόμο. Το κείμενό του είναι αιχμηρό, σαρκαστικό, εν μέρει αναρχικό, που βάζει εμπρός από όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Thoreau δεν είναι επαναστάτης. Θέλει να διορθωθούν ορισμένα πράγματα, και κυρίως να ξυπνήσουν κοιμισμένες συνειδήσεις. Η επίγνωση ότι στην προσπάθειά του αυτή είναι μόνος κάνει πιο τραγική την κραυγή απελπισίας του. Στο τέλος όμως, οι ιδέες του νίκησαν, κι αυτό φτάνει.