Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει πόσα χρόνια θα κυλήσουν ώσπου να συμβεί αυτό, χωρίς να αποσυνδέει εντελώς το ένα από το άλλο, χωρίς να εξιδανικεύει ούτε το βίωμα ούτε το ιστορικό γεγονός. Το Πού ζει ο λύκος;, με την αφιέρωση «Για τις παρέες, από το ’67 ώς το ’74», εξαντλημένο από δεκαετίες, επανεκδίδεται ακριβώς πενήντα χρόνια από το εμβληματικό 1974. Ισορροπεί πάνω σ’ εκείνη τη λεπτή, σχεδόν αόρατη γραμμή που, θέλοντας και μη, χαράσσεται με το κλείσιμο μιας πεντηκονταετίας. Το λογοτεχνικό κείμενο παραμένει ακριβώς το ίδιο, με τον τρόπο έκφρασης που είχα τότε προχωρώντας ακάθεκτα προς τον αφηγηματικό λόγο. Εδώ οι κλειστοί χώροι (φοιτητικό διαμέρισμα, φυλακές, πατρικό σπίτι) συνομιλούν ασταμάτητα, παρηγορητικά, με την ανοιχτοσύνη της τέχνης, του παραμυθιού, του ονείρου, μιας εκδρομής, των δρόμων. Ένα προσωπικό υστερόγραφο ιχνηλατεί τη συμμετοχή μου στα γεγονότα που έζησα – στην Ιστορία με άλλα λόγια, καθώς αυτονομείται πλέον από το βίωμα, ξεχνιέται από τους περισσότερους, μα συνεχίζει να απαιτεί την ενσυναίσθηση, την ταπεινοφροσύνη, την περίσκεψή μας. Όπως έζησα, λοιπόν, τα πάντα μαζί με τις παρέες – τις μακρινές μα εσαεί παρούσες.