Τότε ακριβώς σηκώθηκε, μ’ αντίκρισε μακάρια κι άκουσα λόγια φαεινά που σιγαναστενάζαν στ’ άδηλα βάθη της ψυχής, πέρα απ’ την επιφάνεια. Ήταν το πρόσωπο ιλαρό, ποδήρης ο χιτώνας και τα ανέμελα μαλλιά κυμάτιζαν μακάρια παίζοντας παίγνιο απαλό στου Ζέφυρου το χάδι. Κάτασπρο ήταν το ραβδί, ακίνητο μπροστά του καθώς στήριζε ανάλαφρα το αέρινο το σώμα. Είχαμε φθάσει αργά αργά σε ένα υψιπέδι κάτω μας έλατα πυκνά έκρυβαν το δρομάκι κι άγριων του βουνού πουλιών σπάνιες ιαχές τρόμο σκορπούσαν στα μικρά και ήσυχα σπουργίτια στα ήρεμα πετούμενα που ‘ρχονταν απ’ τον κάμπο να ‘βρουν τις κάμπιες τις ξανθές σε θύλακες των κλώνων για να γυρίσουν με σπουδή στα ήσυχα ακρομέρια. ……………………………………………………………… Πλησίαζαν, πλησίαζαν, η μάχη απλωνόταν διαφαινόταν σιγηλά ποιοι ήταν νικητές. Αραίωναν τα σύννεφα της ανθρωποφαγίας καθάριζε η ατμόσφαιρα, γιορτάζανε λαμπρά κι ο Πύργος μας ο θαυμαστός, αλώβητος, ακμαίος σήκωνε νέα λάβαρα, εραλδικά, σημαίες με ίδιους τους ενοίκους του κι όμως μασκαρεμένους. Δεν αμφιβάλλαμε οι φτωχοί: αυτή η τραγωδία έκλινε μέσα της βαθιά τη θεία κωμωδία με τους κλεινούς της εκφραστές, τα δύο ονόματά μας τον Προκρούστη τον άσπλαχνο, Ιανό το διπλωμάτη.