Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
"Καθόμουν σ ένα παγκάκι της πλατείας 2 Μαΐου απολαμβάνοντας τον ήλιο της αρχής του φθινοπώρου, κι εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν ένα αδύνατο κορίτσι, με σαρκώδη χείλη και υπερβολικά μεγάλα στήθη. Έσφιγγε στην αγκαλιά της έναν πλαστικό γαλάζιο φάκελο. Με παρατήρησε προσεκτικά για μια στιγμή και μου χαμογέλασε. Της έλειπαν δύο δόντια. "Σ αγαπώ" μου είπε. Έστρεψα το σώμα μου αριστερά και ακούμπησα τις παλάμες μου πάνω στο φθαρμένο ξύλινο παγκάκι. Ο μεσημεριάτικος ήλιος τη χτυπούσε στα μάτια. Έλαμπαν. "Σ αγαπώ" επανέλαβε. "Σ αγαπώ πολύ. Εσένα αγαπώ, ναι, εσένα." Κοίταξα προς τα πίσω. Μια γριούλα μ ένα μοβ παλτό έριχνε ψίχουλα στα περιστέρια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος ολόγυρα. Είναι γνωστό κόλπο να σε απασχολεί μια κοπέλα με οποιαδήποτε πρόφαση, ενώ ο άλλος σου χώνει ένα στιλέτο στο λαιμό και σου ξαφρίζει το πορτοφόλι και το ρολόι."