Όταν μικρό παιδί ακούς κάτι το θλιβερό, που συνέβη στον τόπο σου και αφορά στον πνιγμό μιας νέας όμορφης κοπέλας προ πολλών πολλών χρόνων, φυσικό είναι τούτο να αποτυπωθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. Το δικό μου άκουσμά, ήταν για μια ομορφοκοπελιά, την Έλλη, όπως ήταν το όνομά της, που πνίγηκε, λέει, στον Ψαρό Ράχτη*. Η παιδική περιέργειά με οδηγούσε στο να ψάξω να μάθω κάτι περισσότερο. Να μάθω το ποια ήταν, το πότε και ακόμα το πώς και το γιατί. Αυτό που εύκολα δινόταν ως απάντηση από τους της ηλικίας του παππού μου, ήταν σχετικά με το πότε. Ήταν, λέει, τα πρώ - τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Το ποια ήταν, οι πληροφορίες που έπαιρνα ήταν συγκεχυμένες. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από καλή ράτσα από το χωριό που είχαν κτήματα στα Λάψαρνα. Άλλοι, ότι ήταν κόρη ενός βοσκού από πέρα του Σκοπού τα μέρη, άλλοι άλλα. Πάντως όχι Λαψαρνιώτισσα. Εκείνο που ήταν τελείως ακαθόριστο ήταν ο λόγος του πνιγμού. Η πιο εύκολη απάντηση ήταν ότι είχε έρθει να κάνει μπάνιο, δεν ήξερε καλό κολύμπι, έπεσε στα άπατα νερά, βορεινά του Ψαρού Ράχτη και χωρίς να βρεθεί κάποιος να την βοηθήσει, πνίγηκε. Άλλοι έλεγαν ότι πνίγηκε θεληματικά, γιατί ήταν πολύ ερωτευμένη μ’ ένα ομορφονιό από παρακατιανή ράτσα και οι γονείς της ούτε να το ακούσουν δεν ήθελαν, το να τον κάνουν γαμπρό τους. Έτσι όταν με το ζόρι πήγαν να την παντρέψουν με ένα άλλο παλικάρι, της σειράς τους και παρά την σθεναρή άρνησή της, οι γονείς της επέμεναν, τότε έγινε το κακό. Μια μέρα που ο καιρός είχε τα μπουρίνια του και το κύμα χτυπούσε μανιασμένα και περιέλουζε τα ακρόβραχα του γιαλού, η Έλλη με τον κύρη της κατέβηκαν απ’ το χωριό, για να κόψουν πρωτοφανήσιμα σταφύλια απ’το αμπέλι τους, που ήταν δίπλα στην ακροθαλασσιά, εκεί κοντά στον Ψαρό Ράχτη. Τότε, η Έλλη έκανε αυτό που είχε στο μυαλό της. Την πραγματοποίηση των παρμένων πιά αποφάσεων της. Όταν κάποια στιγμή ο δυστυχής γέρος της κάθισε μ’ ένα γείτονα να κάνουν ένα τσιγάρο, κλέβοντας την προσοχή του η Έλλη με αποφασιστικότητα και γοργό βήμα έφθασε στην ακροθαλασσιά, ανέβηκε με δυσκολία ως την χτυπούσαν τα κύματα στον θαλασσόβραχο “Ψαρό Ράχτη” και βουτώντας στα άπατα του, χωρίς ούτε ο Κέρβερος να προλάβει να την σταματήσει παραβίασε τις πύλες του Άδη… Αυτό αποτέλεσε λίγο πολύ το πρόπλασμα της δικής μου ιστορίας, που το σμίλεψα κατά πως το ήθελε η καρδιά μου και το μυαλό μου και ολοκληρωμένο το κρατάς τώρα στα χέρια σου καλέ μου αναγνώστη, το πόνημά μου αυτό, «ΨΑΡΟΣ ΡΑΧΤΗΣ*, ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΜΙΑΣ ΨΥΧΗΣ…» . [* Βράχος]