Τα ονόματά τους κελαηδισμός. Η Δανάη και η Άννα, να, μπρούμυτα, η κάθε μια στη ροζ και κίτρινη ρόδα της, κάνουν κουπιά τα χέρια τους και πάνε. Από πέρα μια φωνή: «Δανάη, δώσε μου τη ρόδα!». «Όχι!» απαντά η Δανάη, αλλά τη δίνει. Κι όταν ύστερα από λίγο περνάει δίπλα μου, στρέφει στον ήλιο ένα πανέμορφο πρόσωπο με δυο μαγνητικά, διαμαντένια μάτια, ενώ τα μακριά βρεγμένα μαλλιά της χύνονται στην πλάτη και στους στρογγυλούς της ώμους σαν χρυσή βροχή. Τώρα θυμήθηκα πως εκτός από τον Πάρι, ήταν και ο Δίας ικανότατος εκτιμητής της γυναικείας καλλονής!… Από μακριά ο Γιάννης, ο Αντρέας, ο Κωνσταντίνος. Ονόματα που ηχούν με τα «νι» κουδουνιστά και τα «ντ» καμπανιστά. Σε λίγο, όλα τα παιδιά μαζί σκαρφαλώνουν τον βράχο, απλώνονται κατά μήκος, σαν νότες σε πεντάγραμμο. Εξερευνούν το στεριανό τοπίο, μετά μαζεύονται, σαν μπουκέτο, σε κύκλο. Θα χορέψουν Διθύραμβο; Όχι, συνεδριάζουν και στη συνέχεια αποφασίζουν να επιστρέψουν στο νερό. Μου έφερε δάκρυα η ομορφιά. Διαβάζω έναν νέο ποιητή: «Ο έρωτας […] που επιστρέφει»… έπειτα, τα δελφινάκια μαζεύουν τα σύνεργά τους. Προηγούνται τα αγόρια. Παίρνουν τα ποδήλατά τους και ξεκινούν σαν λιλιπούτειες φιγούρες σε πίνακα του Φασιανού. Ακολουθούν τα κορίτσια, το ένα πίσω από το άλλο, διασχίζουν το ποτάμι –πάνω νερά– άλλη τυλιγμένη στην πετσέτα της, μικρή Αφροδίτη που κρατάει σφιχτά το ιμάτιο μην της πέσει, άλλη κρατάει τη ρόδα της, άλλη μια τσάντα, και όλες με τα πολύχρωμα καπελάκια τους, μικρές γόησσες νεραϊδούλες, μισοντυμένες-μισογδυμένες, στα χρώματα της ίριδας, φεύγουν… σαν «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα».