Βλέπω λοιπόν τον Πετρώνιο -ή όπως αλλιώς λεγότανε· τι σημασία έχει τώρα πια;- να κάθεται και να γράφει την παραμύθα του, αντλώντας από τις προσωπικές του αναμνήσεις και από τα διαβάσματά του, κάπου εκεί στο δεύτερο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα ή και στα πρώτα χρόνια του 2ου (και πάλι, τι σημασία έχει;). Τον βλέπω να γράφει, χωρίς καλά καλά να ξέρει πώς θα προχωρήσει και πού θα καταλήξει. Κατ αυτήν την έννοια, το "Σατυρικόν" δεν είναι μόνο το "πρώτο ρεαλιστικό μυθιστόρημα", όπως χαρακτηρίστηκε, μα και το πρώτο κείμενο ημιαυτόματης γραφής, που προχωράει βάσει τυχαίων συνειρμών μνήμης μάλλον παρά βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Ευτύχημα αυτό από μια άποψη, γιατί το μεγαλύτερο τμήμα του έργου έχει βέβαια χαθεί, αγνοούμε πολλά του βιβλία, μας έμεινε όμως το γενικό πνεύμα, τόσο σαν σύνθεση (ή, μάλλον, έλλειψη συνθέσεως) όσο και σαν ύφος και σαν είδος. Γιατί πρέπει να προστεθεί ότι και σ αυτό το σημείο οι μελετητές διαφωνούν. Άλλοι λένε πως μιμήθηκε γνωστά ελληνικά πρότυπα, κυρίως τα ερωτικά μυθιστορήματα των συγγραφέων της Μιλήτου, άλλοι πως πρόκειται για έργο εξόχου πρωτοτυπίας. Ορισμένοι, υποστήριξαν ότι ο Πετρώνιος παρωδεί (ο αναισχύντως άνανδρος!) τον θεόπνευστο Όμηρο και προσθέτουν ότι το "Σατυρικόν" είχε για κεντρικό του θέμα την οργή τού Πρίαπου εναντίον του Εγκόλπιου, όπως το κεντρικό θέμα της "Οδύσσειας" ήταν η οργή τού Ποσειδώνα εναντίον του πολυμήχανου ήρωα. Όπως και να χει, βλέπω τον Πετρώνιο να κάθεται και να γράφει, όχι επειδή αγανάχτησε ξαφνικά βλέποντας να περισσεύει γύρω του η διαφθορά, η στενομυαλιά και ο παραλογισμός, όχι γιατί θέλησε να στιγματίσει την τότε κοινωνία και να την διορθώσει, μα γιατί απλούστατα όλη αυτή η ιστορία πολύ τον διασκέδαζε, πολύ την γλένταγε. Το κέφι του έκανε ο άνθρωπος, ζουζούνια έπιανε, σκαθάρια και πεταλουδίτσες (της μέρας ή της νύχτας) και τα καρφίτσωνε όλα αυτά, χωρίς μεγάλη τάξη, στη συλλογή του. Μα δόξα να χει ο Γιαραμπής, δεν άρχισε ούτε κατάντησε σχολαστικός εντομολόγος. Δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά την ασχολία του, το ξερε πως είναι ένα χόμπι, ειρωνευότανε ο ίδιος τον εαυτό του ή τους ήρωές του, το ίδιο το γραφτό του ολόκληρο όπως ο σύγχρονός μας Σαν-Αντόνιο, που διηγείται τα φοβερά και τρομερά του αστυνομικά κατορθώματα, παίρνοντάς τα ο ίδιος στο ψιλό, στην επόμενη κιόλας φράση. Κι αν τύχαινε να θυμηθεί τους ισχυρούς της ημέρας -είτε γιατί τους γνώρισε είτε γιατί άκουσε να μιλάνε για δαύτους- τους τα σουρνε κι αυτονών, με τρόπο τόσο έμμεσο, που ακόμα και οι ίδιοι να μην το πάρουνε χαμπάρι, και έτριβε τα χέρια του γράφοντας (αυτό ακριβώς, τον βλέπω να προφταίνει και τα δυο, σαν ταχυδακτυλουργός), γιατί θα πρέπει να είχε έτοιμη την απάντηση που θα έδινε στον Νέρωνα, λόγου χάρη: "Μα πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα, πολυχρονεμένε μου Βεζίρη; Μην το ξαναπείς, γιατί μόνο όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται". Έτσι, ειρωνευόμενος τα πάντα και τους πάντες, παρωδώντας τα ποιήματα των άλλων και τα δικά του, που είχε γράψει ή σκόπευε να γράψει, ξέροντας πως είναι ή θα είναι μέτρια και άρα άξια παρωδίας, παρωδώντας λοιπόν την παρωδία του, έγραφε ό,τι του ρχότανε, έβαζε τους ήρωές του να παίζουνε θέατρο εν θεάτρω, να χρησιμοποιούν το αισχρό και χυδαίο λεξιλόγιο του καθ ημέραν βίου τους, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από πολλούς συγγραφέας "κακίστης φήμης, άσεμνος και αποκρουστικός", όπως αναφέρει ο Γερμανός λόγιος Νημπούρ (1776-1831). Πολλοί θα πρέπει να πετάξανε με αγανάχτηση το βιβλίο, αναφωνώντας: "Μπάστα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, δεν είναι σοβαρά από καμία άποψη, ούτε καν απ την ευτράπελη!" (από την Εισαγωγή του Άρη Αλεξάνδρου)