Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
...Στις αρχές Απρίλη του 78 μόνος και με μια βαλίτσα πράγματα φτάνει στο Βουκουρέστι κι από εκεί επιβιβάζεται στο λεωφορείο με προορισμό την Ελλάδα. Ξεκινώντας ακούει συνεπιβάτες να μιλούν ελληνικά κι ανατριχιάζει, νιώθει ένα ρίγος, σαν να διαπερνά το κορμί του ρεύμα. Πιάνει συζήτηση μαζί τους για τη διαδρομή. Κοιτάει από το τζάμι τη φύση και συλλογιέται διάφορα: τι θα συναντήσει, πώς θα είναι τώρα τα πράγματα, πως θα του φερθούν οι χωριανοί, πώς θα είναι το χωριό του, το σπίτι του, η μάνα του, οι συγγενείς... Το λεωφορείο βρίσκεται ήδη στη Βουλγαρία και συνεχίζει το πολύωρο ταξίδι. Κάνει προσπάθεια να μείνει ξάγρυπνος, αλλά νιώθει κόπωση και σε λίγο τα μάτια του κλείνουν. Όταν ξύπνησε, πλησίαζαν στα σύνορα με την Ελλάδα. Βλέπει τις πινακίδες που γράφουν Grekia και δείχνει να μην το πιστεύει. Πάει στην Ελλάδα πραγματικά ή ζει ένα όνειρο; Φτάνουν στο τελωνείο του Προμαχώνα και νιώθει πανευτυχής. Βλέπει τη γαλανόλευκη να κυματίζει και νιώθει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, θέλει να φωνάξει μ όση δύναμη μπορεί: "Γεια σου, πατρίδα", θέλει να βγάλει από μέσα του αυτό που νιώθει, αλλά διστάζει. Φοβάται μήπως τον παρεξηγήσουν. "Ναι, είναι αλήθεια", συλλογιέται, "ύστερα από 30 τόσα χρόνια έφτασε τελικά η ώρα που, σαν τον Οδυσσέα, θα πατήσω το πόδι μου στη γενέθλια γη".