"Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας." Στο νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη η Βιβή Χολέβα, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, εργάζεται ως "αποκλειστική κατ οίκον". Περιποιείται ηλικιωμένους ανθρώπους που έχουν ανάγκη τη φροντίδα της. Έχει έναν γιο, τον Λίνο, ο οποίος βαδίζει σε "περίεργα και σκοτεινά μονοπάτια". Μια ολιγοήμερη άδεια γίνεται αφορμή να φύγουν οι δυο τους για ένα ταξίδι στους Δελφούς. Εκεί, στον ιερό χώρο της ελληνικής αρχαιότητας, μάνα και γιος θα έρθουν κοντά, αν και τους χωρίζει χάσμα βιωμάτων, ένα κενό που μοιάζει να είναι από παλιά αγεφύρωτο. Στις πέντε μέρες που διαρκεί η εκδρομή, ξετυλίγεται το παρελθόν τους ενώ ο αναγνώστης, μέσα από την ορμητική γραφή της συγγραφέως, ανακαλύπτει σταδιακά τι είναι τα σακιά του τίτλου: τα ηθικά και ψυχικά φορτία που κουβαλούν οι ήρωες, αλλά κυρίως τα βάρη που επωμίζεται εδώ και χρόνια ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο παρακολουθεί αδύναμο την ιστορία να χαράσσεται ερήμην του και τη ζωή να διαδραματίζεται μακριά του. Ένα βιβλίο που "ζυγίζει" τα άχθη των ανθρώπων των λαϊκών περιοχών και μας ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στις απαγορευμένες ζώνες της καθημερινότητάς μας.