Στο συγκεκριμένο, πρώτο παραμύθι του παππού Λάζαρου και της γιαγιάς Βασιλικής, ένα μικρό κοριτσάκι, η Στεφάνια, επισκέπτεται το σπίτι της γιαγιάς και του παππού της, το οποίο ήταν χτισμένο στο νεραϊδοδάσος της μακρινής και μυστηριώδης πόλης με το όνομα Εκάτη. Επί καθημερινή βάση, γιαγιά και εγγονή, αφού πρώτα ετοιμαζόντουσαν κατάλληλα, ξεκινούσαν το μακρύ ταξίδι για τα απαραίτητα ψώνια στην μεγαλοπρεπή πόλη. Η Στεφάνια, αυτό που θεωρούσε απαραίτητο, ήταν μόνο τα γλειφιτζούρια! Χαμογελαστές, αποχαιρέτησαν γλυκοφιλώντας τον παππού Τριαντάφυλλο και όταν μετά από πολύ ώρα κατορθώσουν να φτάσουν στην πόλη και στο τεραστίων διαστάσεων κατάστημα τροφίμων, η γιαγιά Μαργαρίτα, αφού μάζεψε στο καλάθι της όλα τα ψώνια που αναγράφονταν στην μακροσκελή λίστα, άφησε την εγγονή της να διαλέξει μόνη της πιο γλειφιτζούρι από τα τρία τελευταία που υπήρχαν διαθέσιμα στο ράφι του καταστήματος τροφίμων επιθυμούσε να αγοράσει. Η Στεφάνια τα κοιτούσε, τα ξανακοιτούσε, αλλά δεν κατάφερνε να επιλέξει πιο από τα τρία ήθελε. Αν και περνούσε η ώρα, εκείνη έδειχνε πιο ταραγμένη από τη γιαγιά της που άπλα την παρακολουθούσε με ένα δροσερό χαμόγελο. Το μικρό κορίτσι φυσούσε, ξεφυσούσε αλλά απόφαση καμιά. Τότε έγινε κάτι μαγικό! Τα γλειφιτζούρια έβγαλαν χεράκια, ποδαράκια, έβγαλαν κεφαλάκια και τέλος έβγαλαν φωνή. Ναι, φωνή! Μια φωνή που μπορούσε να ακούσει μόνο εκείνη! Μια φωνή που μέσο αυτής, προσπαθούσε το καθένα με τα δικά του επιχειρήματα και τη δική του παιχνιδιάρα μαλαγανιά, να πείσει τη Στεφανία να το αγοράσει!