Όταν η πόλη κοιμάται η βροχή ξαπλώνει στο ξύλινο παγκάκι της πλατείας κάνει παρέα με τη νύχτα και το γλόμπο της κολόνας στη γωνία ρουφά τα σκουπίδια απ’ τις άκρες των πεζοδρομίων λύνει την ακινησία μ’ ένα σκούντημα στην πλάτη του άστεγου δρόμου λέει καντάδες έξω από ανοίκιαστα σπίτια γράφει στιχάκια ελπίδας στις βιτρίνες κλειστών μαγαζιών γίνεται ρυάκι που γλυκαίνει τη μοναξιά με το δρόσο απ’ το ρευστό φιλί της. Η βροχή έρχεται στα όνειρά μου σε εποχές αφόρητου καύσωνα κι είναι μια παραμυθία ότι μπορώ να την ανακαλώ εντός μου όταν η πυρωμένη άσφαλτος της πόλης καίει τα σωθικά μου.