Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 4/2024 |
Σελίδες | 416 |
Εξώφυλλο | Μαλακό εξώφυλλο |
Διαστάσεις | 21x14 |
Αύγουστος του 1912, λίγο πριν το ξέσπασµα του Α΄ Βαλκανικού Πολέµου. Η δεκαπεντάχρονη Υβόννη µένει ορφανή µετά τον ύποπτο θάνατο της µητέρας της και βρίσκεται αντιµέτωπη µε έναν εχθρικό περίγυρο και ένα αβέβαιο µέλλον που αποφασίζει να πάρει στα χέρια της. Με τη βοήθεια του βουλευτή Ιωσήφ Βαφόπουλου εγκαταλείπει το νησί της για να εργαστεί στην Αθήνα ως συνοδός της θείας του, της Ειρήνης Ρήγου, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρει τον δρόµο για τη ζωή που της αξίζει. Όµως η ιστορία της εποχής συµπλέκεται µε τα οικογενειακά µυστικά, τις ατοµικές τραγωδίες, τους πόθους και τις ραδιουργίες των ανθρώπων που την περιβάλλουν και η Υβόννη οδηγείται σε γνώσεις και αποφάσεις που δεν θα φανταζόταν ποτέ. Εναντιώνεται σε κάθε συνωµοσία που την απειλεί κρυµµένη στο παρόν της ή στο παρελθόν των άλλων, ανακαλύπτει τον υπόγειο ρόλο του άντρα που τη βοήθησε και µαθαίνει να µισεί όσο χρειάζεται για να γίνει η ίδια µηχανορράφος και τιµωρός. Το µυθιστόρηµα Την εποχή που τα φίδια αλλάζουν δέρµα είναι ο καθρέφτης ενός κόσµου πλάνης και υποκρισίας, όπου οι ήρωες κινούνται στα όρια του κυνισµού και της σκληρότητας, καθώς ελίσσονται και µεταµορφώνονται ακατάπαυστα, αλλά και µια γλαφυρή απεικόνιση της ζωής στην αριστοκρατική Αθήνα των αρχών του εικοστού αιώνα. ------------- Κι όταν της διάβαζε, δεν έδειχνε ούτε ευχαριστηµένη ούτε δυσαρεστηµένη. Τίποτα δεν έδειχνε. Κανένα συναίσθηµα, ακόµα κι αν η ιστορία βρισκόταν στο πιο κρίσιµο σηµείο. Μόνο την κοίταζε διερευνητικά, αδιάκριτα. Κι αν τη σταµατούσε για να µιλήσει, έµοιαζε σαν να σκεφτόταν και κάτι άλλο. Ένιωθε απέχθεια για τους αισθηµατίες και τους ροµαντικούς, «οι αισθηµατολογίες είναι κουραστικές και άχρηστες και τη ζωή την παίρνεις καταπώς έρχονται τα πράγµατα», επισήµαινε µε αυστηρότητα, σαν να ευθυνόταν η Υβόννη όποτε τύχαινε και ξέφευγε προς τα κει η υπόθεση. Μια οργή κρυβόταν στα λόγια της Ειρήνης, τα µάτια της σκοτείνιαζαν και την έπιανε τρεµούλα, όπως όταν νευριάζεις γιατί θυµάσαι κάτι που δεν θες. «Σταµάτα», έλεγε και ήταν δυσάρεστη κι απωθητική η σιωπή που µεσολαβούσε, µέχρι να συνεχίσουν. Αυτό το απαγορευµένο και το απόκρυφο, που την εξέθετε ακόµα στα µάτια του εαυτού της, θα το έκανε βούκινο η Υβόννη όταν το µάθαινε, λίγα χρόνια αργότερα, βγάζοντας όλο το άχτι της για όσα υπέµενε εκείνες τις ώρες.