Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
«“Ρε συναγωνιστήήή”, ξεστόμισε κάποια στιγμή ένας στρατιώτης ξεχνώντας προς στιγμήν το “ληστοσυμμορίτης”. “Τι θα κάνουμε τώρααα; Θα κοιταζόμαστε σαν τις γάτες ως το πρωίίί; Θα κοκκαλώσουμεεε”. »“Και τι λες να κάνουμεεε;” »“Να μας αφήσετε να μπούμε σε τούτη εδώ την καλύ¬βααα”. »“Δεν ξέρω, να ρωτήσωωω. Αλλά εσείς θα είστε στην καλύβα κι εμείς στο καραούλιιι;” »“Και τι λες να κάνουμεεε;” »“Δεν ξέρωωω. Να μπούμε κι εμείς στην καλύβα. Θα γίνουμε κρούσταλλα ως το πρωί, πατριώτηηη”, είπε ξεχνώντας προς στιγμήν κι αυτός το “ξενόδουλοι μοναρχοφασίστες”. »“Δεν ξέρω, να ρωτήσω, πατριώτηηη”. »“Ρώτα εσύ και ρωτάω κι εγώ”. »Ξέρετε ποια ήταν η κατάληξη, πατριώτες;» τους ρώτησε ο Ιωάννης. Κανένας δεν μίλησε, κανένας δεν ρώτησε. «Αυτή η άγια, η ιερή παγωνιά τούς έκανε να παραμερίσουν ιδεολογίες και ιδεοληψίες, μίση και πεποιθήσεις και να μονιάσουν για ένα βράδυ». Οι σύντροφοι βουβάθηκαν. Ίσως να το είχαν νιώσει κι εκείνοι αυτό, ίσως κάποιοι από αυτούς να ήταν κι εκεί, στη Νιάλα. «Ξέρετε ποιο είναι όμως το ακόμα πιο λυπηρό;» Πάλι κανένας δεν ρώτησε. «Το λυπηρό είναι ότι, αντί την άλλη ημέρα να γυρίσουν αγκαλιασμένοι στην πόλη και να απαιτήσουν να σταματήσει η αλληλοεξόντωση, αυτοί πήραν τα όπλα τους και, αφού ξαναπήραν αποστάσεις, ξεκίνησαν από την αρχή το κυνηγητό τους».