«…Τι έγινε μετά; Πού πήγες μετά;» «Έτρεξα… ναι, έτρεξα γρήγορα… Όταν είδα στο διαχωριστικό διάζωμα της λεωφόρου να σε συλλαμβάνουν, έτρεξα γρήγορα, ήθελα να χαθώ στο πάρκο. Όμως δεν πρόλαβα, στη γωνία, ακριβώς στη γωνία, στο τέλος σχεδόν του διάδρομου, επιχείρησα να κρυφτώ. Απέναντι το φανάρι, δίπλα στο παγκάκι η κοπέλα μόνη της… περίμενε μόνη της. Δεν ήθελα να την τρομάξω… Σκέφτηκα με μιας το παγκάκι δίπλα της… να την αγκαλιάσω… να την αγκαλιάσω σφιχτά και στην ανάγκη να τη φιλήσω, όταν οι άλλοι τρέχοντας θα περνούσαν χωρίς να μας προσέξουν. Με κοίταξε φοβισμένα, η κοπέλα με κοίταξε φοβισμένα. Εξάλλου, ο φόβος και η αγωνία ήταν ζωγραφισμένα και στο πρόσωπό μου. Της έκλεισα μόνο με νόημα το ένα μου μάτι για να της δώσω έτσι λίγο θάρρος. Σηκώθηκα γρήγορα απ’ το σημείο που ήμουν κρυμμένος, δεν κάθισα στο παγκάκι, έτρεξα γρήγορα. Το φανάρι απέναντι είχε ανάψει πράσινο. Σταμάτησα στο διαχωριστικό διάζωμα για να περάσω απέναντι. Στο σημείο εκείνο ακριβώς με συνέλαβαν κι εμένα. “Κρυφές πτυχές του συστήματος”. Ναι! Ναι! Εκεί με οδήγησαν, στον πέμπτο όροφο. Και τους δυο μαζί, μας οδήγησαν και τους δυο μαζί, στην ίδια Διεύθυνση Ασφαλείας. Στον πέμπτο όροφο, σε είδα, όταν έβγαινες απ’ το ασανσέρ. Το δικό μου είχε σταματήσει και άνοιγε η πόρτα, το κτίριο όμως φαίνεται είχε δυο ασανσέρ. Σε είδα που προχωρούσες μπροστά, συνοδεία. Μπήκες στην πρώτη πόρτα δεξιά, απέναντι απ’ το ασανσέρ. Εγώ δίπλα, μπήκα δίπλα απ’ το δικό σου γραφείο κι εγώ συνοδεία. Η πόρτα που επικοινωνούσανε τα δυο γραφεία ήταν μισάνοιχτη, ίσως όχι τυχαία…»