Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Αυτή η ιστορία μοιάζει με χαρούμενο τραγούδι κι ας μιλάει για δράκους. Οι λέξεις και οι εικόνες της τραγουδιούνται, στην αρχή αργά και χαμηλόφωνα, μετά ρυθμικά και δυνατά, τόσο που, ξαφνικά, τα πόδια της ηρωίδας παίρνουν δύναμη, τα μάτια της λάμπουν ξανά, τα αυτιά ακούνε και τον πιο ανεπαίσθητο ήχο.Η ηρωίδα του Αλκιβιάδη Κούση μάς μαθαίνει να μη φοβόμαστε τους κλειστούς δρόμους και ν' ανοίγουμε διάπλατα την αγκαλιά μας στους δράκους. Κι όταν το καταφέρουμε, τότε παίρνουμε βαθιά ανάσα και ξεκινάμε από την αρχή.Ο Αλκιβιάδης Κούσης γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Γράφει άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με συναίσθημα, άλλοτε για την καθημερινότητα, άλλοτε για το μακρινό παρελθόν, άλλοτε για όλα αυτά μαζί. Την αναγνωρίζει κανείς τη γραφή του. Όμως σε αυτή την ιστορία ο Αλκιβιάδης χάθηκε. Εξαφανίστηκε. Πήρε απόσταση. Παραδόθηκε στην ηρωίδα του. Της άφησε όλο τον χώρο και όλο τον χρόνο. Την εμπιστεύτηκε.