Η Έρθα μούσκευε κατσικοπροβιές στον μεγάλο λάκκο πάνω από την ακρογιαλιά με τις κάτασπρες στρογγυλές κροκάλες. Τις είχε βάλει αποβραδίς πλακωμένες με πέτρες να μαλακώσουν. Το νερό ερχόταν μέσα από ένα μεγάλο σκοτεινό όρυγμα, γέμιζε τον λάκκο και μετά χυνόταν στη θάλασσα. Η κοπέλα μπήκε να ξεπλακώσει τις προβιές. Τις είχε βουλιάξει ακριβώς στο σημείο, που το νερό έβγαινε ορμητικό από το όρυγμα κι έπεφτε αφρίζοντας στον λάκκο. Βούτηξε μέχρι τη μέση και τράβηξε την πρώτη πέτρα. Σήκωσε την προβιά και την απόθεσε στην όχθη. Ετοιμαζόταν να σηκώσει τη δεύτερη, όταν άκουσε κάτι να χτυπιέται στη ροή του νερού. Τέντωσε τ’ αυτιά της, μα δεν πρόλαβε. Ένα κορμί εκσφενδονίστηκε από το όρυγμα κι έπεσε μπροστά στα πόδια της μ’ ένα δυνατό παφλασμό. Ήταν άντρας και μάλιστα νέος! Η Έρθα τρόμαξε. Αυτό, που ήρθε μέσα από τα έγκατα της γης, ήταν κάτι, που μόνο τα πνεύματα μπορούσαν να στείλουν. Στις φωνές της έτρεξαν οι δικοί της. Εκείνη με κοφτές φράσεις προσπάθησε να τους εξηγήσει τι είχε συμβεί. «Αυτό… αυτός… ήρθε από εκεί μέσα», τους είπε, δείχνοντας το όρυγμα «Τον πέταξε το ποτάμι». Οι άντρες τον τράβηξαν στην όχθη. Καθώς τον ταρακούνησαν, άρχισε να ξερνάει νερό. «Είναι ζωντανός!», είπε ο Σάμο, που είχε γίνει αρχηγός μετά την εξαφάνιση του Λούμπο. Τον γύρισαν κι έβγαλε βήχοντας το υπόλοιπο νερό. «Πώς βρέθηκε εδώ;», ρώτησε ο Ελάτ. «Ήρθε από εκεί μέσα», επανέλαβε η Έρθα, που με την παρουσία των δικών της ένιωθε πλέον ασφαλής. Ο Ελάτ, πιο γέρος απ’ όλους, κοίταξε τον Κραν, γιατί αυτός ήταν, που ξέβρασε το υπόγειο ποτάμι σ’ αυτή την άλλη άκρη της Ζεστής Χώρας. Ο νέος συνερχόταν σιγά σιγά. Κοίταξε γύρω του σαν χαμένος. Πού βρισκόταν; Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ενστικτωδώς το χέρι του αναζήτησε το τόξο του. Δεν το βρήκε, το είχε πάρει το νερό. Οι άλλοι τον κοιτούσαν περίεργοι, χωρίς να μιλούν. «Πού είμαι;», ψέλλισε. Ο Ελάτ του έδειξε το όρυγμα. «Ήρθες από εκεί» απάντησε. «Βγήκες από το στόμα της γης. Ποιος είσαι;»